Θειάφι κι Ιφρίτι
*
Πρώτα θα στραφείς στο χώμα. Σαν ανακατέψεις τα βότσαλα πέσε στη φωτιά να κοιμηθείς. Άπνια να χαρίσεις. Δυο είν'οι ράχες του βουνού μα μια η κορφή. Παρόμοια πλάσματα, κι όχι όμοια σημεία. Μ'αόρατα βήματα αναδύσου. Σπάσε συγκλίνουσες ανάσες. Φέρε μου στάχτη κι άμμο. Φέρε μου βουητό.
*
Στο βουνό η χαράδρα έγιν'αλφάβητο. Ο γέροντας βγήκ'απ'τη σπηλιά της κρίσης. Στα χέρια κρατούσε μια πέτρινη πλάκα κι ένα άδειο χωνί. Έκατσε δίπλα σε χάλκινη πηγή και ξαπόστασε. Γύρω του μαζεύτηκαν ελεήμονα κάθε λογής πουλιά. Σα χορωδία του φανέρωσαν τις προσευχές του κόσμου. Γαργαλητά τραγούδια, κλεφτές κραυγές κι ευχές για γνώση. Κι όταν έπεσε ο ήλιος κι έκαναν να φύγουν, ο γέροντας φίλησε τ'αγγελοχάρακτα γράμματα στην πλάκα. Αμέσως έσβησαν και γίναν κιμωλία. Κι είπε στον ουρανό:
«Θηρίο με σφίγγει. Κι από πού να βγώ, που να πατήσω αφού χρώμα πια και νιότη και ζωή δεν έχω; Μόνο φωνή. Φωνή σα σκόνη. Μα είμαι λιτός και γλυκομίλητος, και πράγματα πολλά δε ζήτησα. Δυο γουλιές νερό και μιαν ελπίδα κάτι να φτιάξω. Μα μού'λαχ'εγκάρδιος κλήρος, κι από 'κείνο θα χαθώ. Δεν πρόλαβα να σώσω την πέτρα μες στο στήθος. Θαρρείς να δω ένα φως ή νύχτα; Από'κεί που στέκεσαι στην αποπέρα όχθη, ποιό είν'τ'αμάρτημά μου, πες, ειρήνη να΄χεις. Στο δέρμα πάνω να το δω να λάμπει, τόσα χρόνια που το ψάχνω. Και πότε θα μάθω πώς με λένε; Να πιστέψω σε πιστόλι ή σκοινί; Εσύ τί είσαι, πες, φίλος για εχθρός; Μα δε λες. Τίποτα δε λες. Θηρίο με σφίγγεις αγκαλιά. Σε ποθώ, θηρίο, κι αποθανείν θέλω».
*
Στην ακτή τα βότσαλα γίναν δόντια. Η κόρη βρήκε στο βλέμμα της μια τρύπα. Την άγγιξε μ'ένα κοχύλι κι έβγαλε ένα υστερικό χαχανητό. Σαν αστραπή να έπεσε. Έσκαψε και βρήκε το χαμένο δαχτυλίδι της να λάμπει σα γυρτό γυαλί. Σα ραγισμένο ερώτημα. Έπειτα πλήρης αφοσιώθηκε στο τέλειο ψέμα. Ντύθηκε ηλεκτρική σα μάντισσα. Σύρθηκε στην άμμο σα ξεβγαλμένο φύκι. Έπιασε μανιασμένη μια χούφτα βότσαλα και τα πέταξε ψηλά. Κι είπε στη θάλασσα:
«Μάνα μου δεν είσαι εσύ, κι ούτε πατέρας ο ήλιος. Εγώ μόνο μάνα και πατέρας και παιδί. Σε κανένα δε μοιάζω γιατί δεν έχω μορφή. Κι εσύ με φυλακίζεις, μ'απωθείς. Κούφια είσαι όσο κι αν μαίνεσαι και πνίγεις, όσο κι ας υποτάσεις πράσινες παρθένες. Εγώ είμαι πόλεμος κι ειρήνη, φίλεμα και σπίθα. Χωρίς εμένα τίποτα δεν υπάρχει. Γιατί εγώ δε φαίνομαι, κι ούτε ζω. Όλο γιορτή θα γίνω. Όλο γιορτή, χορός, αγέρι. Κι όσο με πνίγεις τόσο θα φεύγω, μαύρο σύννεφο του νου. Κι όταν τα ορφανά παιδιά μου σε ρωτήσουν, να τους πεις παντού πως είμαι. Κι αν τ'αυτιά τους γύρουν, θα μ'ακούσουν μόνη να βροντογελώ».
*
Δεν μπορείς να φυτρώσεις. Μα να τυλίγεις σώματα και βράχους σ'έμαθα νωρίς. Στο ίδιο δοχείο έβαλ'αγάπη και χολή. Είσαι το πρώτο μου αδελφάκι, το πιο έντονο κι ευαίσθητο και σταθερό. Σε μισούν μα εγώ σε θρέφω. Σα σπίρτο να καείς.
Πρώτα θα στραφείς στο χώμα. Σαν ανακατέψεις τα βότσαλα πέσε στη φωτιά να κοιμηθείς. Άπνια να χαρίσεις. Δυο είν'οι ράχες του βουνού μα μια η κορφή. Παρόμοια πλάσματα, κι όχι όμοια σημεία. Μ'αόρατα βήματα αναδύσου. Σπάσε συγκλίνουσες ανάσες. Φέρε μου στάχτη κι άμμο. Φέρε μου βουητό.
*
Στο βουνό η χαράδρα έγιν'αλφάβητο. Ο γέροντας βγήκ'απ'τη σπηλιά της κρίσης. Στα χέρια κρατούσε μια πέτρινη πλάκα κι ένα άδειο χωνί. Έκατσε δίπλα σε χάλκινη πηγή και ξαπόστασε. Γύρω του μαζεύτηκαν ελεήμονα κάθε λογής πουλιά. Σα χορωδία του φανέρωσαν τις προσευχές του κόσμου. Γαργαλητά τραγούδια, κλεφτές κραυγές κι ευχές για γνώση. Κι όταν έπεσε ο ήλιος κι έκαναν να φύγουν, ο γέροντας φίλησε τ'αγγελοχάρακτα γράμματα στην πλάκα. Αμέσως έσβησαν και γίναν κιμωλία. Κι είπε στον ουρανό:
«Θηρίο με σφίγγει. Κι από πού να βγώ, που να πατήσω αφού χρώμα πια και νιότη και ζωή δεν έχω; Μόνο φωνή. Φωνή σα σκόνη. Μα είμαι λιτός και γλυκομίλητος, και πράγματα πολλά δε ζήτησα. Δυο γουλιές νερό και μιαν ελπίδα κάτι να φτιάξω. Μα μού'λαχ'εγκάρδιος κλήρος, κι από 'κείνο θα χαθώ. Δεν πρόλαβα να σώσω την πέτρα μες στο στήθος. Θαρρείς να δω ένα φως ή νύχτα; Από'κεί που στέκεσαι στην αποπέρα όχθη, ποιό είν'τ'αμάρτημά μου, πες, ειρήνη να΄χεις. Στο δέρμα πάνω να το δω να λάμπει, τόσα χρόνια που το ψάχνω. Και πότε θα μάθω πώς με λένε; Να πιστέψω σε πιστόλι ή σκοινί; Εσύ τί είσαι, πες, φίλος για εχθρός; Μα δε λες. Τίποτα δε λες. Θηρίο με σφίγγεις αγκαλιά. Σε ποθώ, θηρίο, κι αποθανείν θέλω».
*
Στην ακτή τα βότσαλα γίναν δόντια. Η κόρη βρήκε στο βλέμμα της μια τρύπα. Την άγγιξε μ'ένα κοχύλι κι έβγαλε ένα υστερικό χαχανητό. Σαν αστραπή να έπεσε. Έσκαψε και βρήκε το χαμένο δαχτυλίδι της να λάμπει σα γυρτό γυαλί. Σα ραγισμένο ερώτημα. Έπειτα πλήρης αφοσιώθηκε στο τέλειο ψέμα. Ντύθηκε ηλεκτρική σα μάντισσα. Σύρθηκε στην άμμο σα ξεβγαλμένο φύκι. Έπιασε μανιασμένη μια χούφτα βότσαλα και τα πέταξε ψηλά. Κι είπε στη θάλασσα:
«Μάνα μου δεν είσαι εσύ, κι ούτε πατέρας ο ήλιος. Εγώ μόνο μάνα και πατέρας και παιδί. Σε κανένα δε μοιάζω γιατί δεν έχω μορφή. Κι εσύ με φυλακίζεις, μ'απωθείς. Κούφια είσαι όσο κι αν μαίνεσαι και πνίγεις, όσο κι ας υποτάσεις πράσινες παρθένες. Εγώ είμαι πόλεμος κι ειρήνη, φίλεμα και σπίθα. Χωρίς εμένα τίποτα δεν υπάρχει. Γιατί εγώ δε φαίνομαι, κι ούτε ζω. Όλο γιορτή θα γίνω. Όλο γιορτή, χορός, αγέρι. Κι όσο με πνίγεις τόσο θα φεύγω, μαύρο σύννεφο του νου. Κι όταν τα ορφανά παιδιά μου σε ρωτήσουν, να τους πεις παντού πως είμαι. Κι αν τ'αυτιά τους γύρουν, θα μ'ακούσουν μόνη να βροντογελώ».
*
Δεν μπορείς να φυτρώσεις. Μα να τυλίγεις σώματα και βράχους σ'έμαθα νωρίς. Στο ίδιο δοχείο έβαλ'αγάπη και χολή. Είσαι το πρώτο μου αδελφάκι, το πιο έντονο κι ευαίσθητο και σταθερό. Σε μισούν μα εγώ σε θρέφω. Σα σπίρτο να καείς.
2 comments:
κάτι με τσίγκλισε να περάσω σήμερα από δω... αόρατες δυνάμεις και παράξενοι σύνδεσμοι (links) :-)
κάτι θα πέρασε στα κύμματα...παράξενο ναι. γενικά με τ'αόρατα τα πάω καλά όμως. :)
Post a Comment