Monday, October 01, 2007

Red September

[The Mist]
It bled between the slopes of summer slumber, silent in front of the twitching lights, as the ferocious city humming hushes all brave attempts at being still. It climbed the morning and tied itself around a stone spiral flight of stairs. It voiced itself in careless motion and said ‘everything will fall among us, everything we did will sleep’.

[judgemurmurwalksbesidemyshadow]
I forced my way under the rotting bed of freshly-fallen leaves to find a sorrowful sepulcher, a muddy temple with which to dab my gauntly skin and flesh myself with the soil of all my motherlands; I weaken inside them/I accept their shady lie. Wholeheartedly they listen as I begin to narrate this floating element that isn’t my life but simply a series of trivial miscalculations, immigrant dreams disappearing from me at night only to come back again in the middle of the day to reassure me, every time, that I could never count perfect numbers.

Το φθινόπωρο έρπεται το σεξ απάνω μου σαν ένας ήρεμος, απότομος θάνατος στο δέρμα. Και τότε αφήνω το ξεφλουδισμένο μου καβούκι γεμάτο νεκρή αγάπη κι αλλάζω φλοιό. Πρόθυμα σέρνομαι στη λάσπη και τα φύλλα και ξεχνάω αμέσως κι αποφεύγω πλήρως αυτόν τον εφήμερο μου τάφο. Αναπνέει το καινούριο μου κορμί και σα για πρώτη φορά αγγίζει τον αέρα και το χώμα. Κι αυτό το κομμάτι μου που έμεινε πίσω πια τίποτα δε σημαίνει, και μάταια μένει στάσιμο μακρυά μου. Κι έτσι γαλήνια συνεχίζω αόριστα ν'αναζητάω το φαγητό μου, τον ξεκούραστο ύπνο, την ενεργή αυγή, μέχρι να έρθει η επόμενη στιγμή που όλο ζωντάνια πάλι κάτι δικό μου θ'αφήσω να πεθάνει.


SWITCH
[κι από κοντά, σε ένα μπαρ σα στοά κι εκεί που
ούτε το περίμενες ούτε το ζήτησες
σου είπε ένας στ’αυτί:
‘Can I tell you something? You smell like my childhood.’]
Πού βρίσκεσαι;
Διακρίνω μια απροσεξία στο βλέμμα σου. Εμπιστεύεσαι τα φώτα, δυό κόκκινα ανθρωπάκια στη σειρά που λένε ‘μην περνάς’. Καταπάτησες αποφάσεις για να μη γλυστράς πια στο μουσκεμένο πεζοδρόμιο. Κι αν αγάπησες ποιός νοιάζεται, τι σημασία έχει; Μονάχα εσύ κι αυτός ο κόκκινος Σεπτέμβρης που πρώτος ρίχνει τα μαραμένα φύλλα αυτού του χρόνου. Πρώτος κι εσύ κρατάς την ανάσα σου και τα χέρια σου σφιχτά όταν περπατάς το πρωί.
Κι ο βοριάς πικρός καφές ανακατεύει τα κλαδιά και παίρνει μαζί του όλα όσα απλόχερα χάρισε η άνοιξη και στήριξε το καλοκαίρι. Χαμηλώνει ο ήλιος και σαν πέπλο πέφτει το φως και ασφυκτικά παλεύει την ομίχλη. Και πια μια συνήθεια οι κινήσεις: μπες στο δωμάτιο σου, κρέμασε την κουρτίνα σαν ασπίδα. Φέρε τις γλάστρες μέσα να χαρείς. Βγάλε την κουβέρτα απ΄τη ντουλάπα. Τύλιξε το κασκόλ γύρω απ΄το λαιμό σου.
Έπεσε πια όμως και η σκιά του θανάτου κι άλλαξε εμφάνιση, χορεύτρια που τρέχει γύρω απ’τη σκηνή και με μια αλλαγή κάθε φορά σπρώχνει τα χέρια της ψηλά, και μ’ένα ακίνητο κεφάλι υπόσχεται πως θα ξαναβγεί.
Μα πού βρίσκεσαι;
Εμπιστεύεσαι τα σύννεφα των γενεθλίων σου, που όλα ήρθαν να δε δουν, να σε χαίρονται μαζί. Κι έτσι ελεύθερος πια απ’την τυραννία κάθε ασύνδετης φιλίας παρακολουθείς για μια στιγμή τους ανθρώπους που αγαπάς να γελάνε μονοιασμένοι, κι ο παράλυτος θίασος που μόνο εσύ ακούς λύνει τα χέρια του και σβήνει. Για ακόμα ένα φθινόπωρο φεύγεις απ’το σπίτι σου, και στέκεσαι απόλυτα για ένα βράδυ εκεί που τα σύννεφα ξέρουν ότι πας όταν σε κλείνουν: παντού και πουθενά.
Κι αν στ’αλήθεια αγάπησες τότε μπράβο σου. Συγχαρητήρια που έκαψες για χάρη του τις λαμπρές σου λάμπες. Γιατί πια ούτε εσύ δε νοιάζεσαι για το λογοδοσμένο σου το φως. Και σύντομα, σίγουρα κι απαλά, δε θα νοιάζεται ούτε κι ο κόκκινος Σεπτέμβρης.
OFF
[tospeakofyouistostopspeaking]
This is a song
Of overbearing kindness
It asks nothing of you,
Not even to listen
As it slowly narrates
Its nervous whisper in the shallows.

It’s afraid of staying still
And dives willingly into the bog
gently sighing
a shrug of shoulders, as if
Begging for forgiveness.

And if you listen and accept
This bouncing gift, please,
Keep it, take it away with you
since you have planned to go,
for it never truly hoped to come back.

Wandering, it sleeps alone at night,
And has grown fond of loving demons
whose touch is cold from the beginning
and the sheltering, ghostly arms
as strong as mothers.

This song is a song
Of overbearing kindness
It only asks to be briefly sung
One voice perhaps, together
with all its broken brothers.

3 comments:

Rainman said...

So nice to have you back. :-)

sensualmonk said...

http://sensualmonk.blogspot.com/2007_10_01_archive.html

[συγγνώμη γιά το άκομψο-άσχετο του σχολίου κι ευχαριστώ γιά την κατανόηση, την φιλοξενία, και την ενδεχόμενη βοήθεια]

me said...

Rainman - Thank you, love. It's nice to be back. :)

Monk - No worries at all!