Tuesday, January 16, 2007

Ένα λεμόνι στο χέρι

Από όταν σηκώθηκα με περιτριγυρίζει μια μυρωδιά από παλιά. Όλο το πρωί προσπαθώ να θυμηθώ πού την άκουσα (αυτή η Κρήτη, ακόμα να φύγει απ'το πετσί μου) και πότε. Πριν από λίγο, ενώ καθάριζα άτσαλα, γρήγορα και με νεύρο νοικοκυράς το δωμάτιο μου προσπαθώντας να αποφύγω το διάβασμα, θυμήθηκα. Είναι εκείνο το άρωμα πίσω από το σχολείο του χωριού. Στάχια, ελιές, πρόβατα και κατσίκες μα πιο πολύ απ'όλα το αλμυρίκι. Που στη βαθειά χαρακιά του κρύβαμε τα πακέτα με τα τσιγάρα.
Έτσι όποιος πήγαινε πρώτος είχε πάντα τουλάχιστον ένα τσιγάρο. Είναι τόσο αστείος και τόσο γλυκός αυτός ο κομμουνισμός των νεαρών καπνιστών. Είναι ακόμα κι επικίνδυνος, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να περάσει ο μπαρμπα-Μανώλης και να μας δει να καπνίζουμε και τότε σίγουρα θα το πει στη γυναίκα του τη Μαρία η οποία θα το πει στην κυρα-Ειρήνη που όλοι ξέρουμε ότι μιλάει ακατάπαυστα για όλους και για όλα, και δη για μας τα κωλόπαιδα. Μετά δε θα μας αφήνουν έξω στο σχολείο τα απογεύματα και είναι καλοκαίρι. Δεν έχουμε κάπου αλλού να πάμε. Την καλύβα που χτίσαμε όλοι μαζί πέρσυ τη διέλυσε ο Αντώνης ο γιός του κυρ-Μιχάλη που ήταν καλός και δεν τον ένοιαζε που στη μέση του χωραφιού του χτίσαμε αυτήν την καλύβα και μαζευόμασταν και καπνίζαμε και πίναμε και λέγαμε βλακείες. Πέθανε πρόσφατα και πήγαμε όλα τα παιδιά στην κηδεία του. Στο χωριό αυτό είναι ασυνήθιστο, γιατί κηδείες έχει πολλές κι εμείς δε χρειάζεται να παρευρισκόμαστε, μόνο οι γονείς μας.
'Οταν παίζουμε πόλεμο με τα καλάμια και τα άστοχα τόξα με τα βέλη που σε τσιμπάνε, το ένα στρατόπεδο είναι η καλύβα και το άλλο το σχολείο. Περπατάμε δύο μαζί πάντα, και όταν ήμασταν με το Νίκο μια φορά βαθειά μέσα στους ελαιώνες κοντά στο μικρό Βυζαντινό παρεκκλήσι τον φίλησα στο στόμα. 'Ετρεμα στη σκέψη ότι κάποιος θα μας δει ή ότι θα τον πειράξει αλλά ο Νίκος απλά χαμογέλασε και είπε 'πάμε να τους νικήσουμε!'. Ψάχναμε μια ώρα να τους βρούμε, πήγαμε ακόμα και μέχρι το πεσμένο δέντρο στο ποτάμι που τραγουδούσε παλιά αλλά τώρα ρέει μόνο στη βροχή.
Εκεί γύρω έχει πλατάνια και πάω πότε πότε μόνος μου και γράφω, ή απλά κοιτάω τον τεράστιο ιστό που έχουν φτιάξει οι αράχνες. Πριν μερικούς μήνες είχα δει εκεί καθισμένη την Αργυρούλα, την κόρη του παπά. Η Αργυρούλα ειναι γύρω στα τριάντα αλλά το μυαλό της δεν έχει μεγαλώσει. Κυκλοφορεί γύρω γύρω στο χωριό μόνη της κρατώντας πάντα στο χέρι ένα λεμόνι. 'Οταν με βλέπει με ρωτάει πάντα τί κάνω, και τί κάνουν η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου, με μια αργόσυρτη φωνή σα μοιρολόι. Πολλές φορές με ρωτάει πώς τα πάω στο σχολείο, και μετά μου λέει τους βαθμόυς της στο γυμνάσιο, ήταν τόσο καλή μαθήτρια. Οι γλώσσες του χωριού λένε ότι η Αργυρούλα το έπαθε αυτό επειδή ερωτεύτηκε ένα αγόρι και το κάνανε, κι έτσι ο παπάς και η παπαδιά την κλείσανε μέσα και τη δέρνανε απ'το πρωί ως το βράδυ. Κάθε τόσο την ακούω να κλαίει μέσα από το σπίτι και θέλω την επόμενη φορά που θα πάω να κοινωνήσω να φτύσω τον παπά. Είναι και φιλοχρήματος και μια φορά παραλίγο να κλωτσήσει τη γάτα μου οπότε του τα'χω μαζεμένα.
Πριν δυό χρόνια, τη Μεγάλη Παρασκευή στον επιτάφιο, με είχε βάλει να κρατάω το ένα εξαπτέρυγο για την πομπή επειδή κανείς άλλος δεν ήθελε κι εμένα ο παππούς μου ήταν κι αυτός παπάς. Ο Μανούσος κρατούσε το άλλο και ο Γιώργος τη λαμπάδα και το θυμιατό. Περάσαμε από όλα τα δρομάκια του χωριού και σε κάθε σπίτι μας ρίχνανε οι γριές κολώνια ή αγιασμένο νερό.
Μετά όταν μαζευτήκαμε τα παιδιά πάλι στο σχολείο όλοι μας κοροιδεύανε γιατί είχαμε φορέσει κάτι άθλιες άσπρες ρόμπες σχεδόν σκισμένες και σκυλοβρωμούσαμε Μυρτώ. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που δέχτηκα, κι από τότε κάθε χρόνο πηγαίνω εξ αρχής στο σχολείο με το Βαγγέλη και τους άλλους αλήτες με τα μηχανάκια. Μ'αρέσει ο Βαγγέλης γιατί είναι ντόμπρος και σκληραγωγημένος και κάποτε μου είχε πει ότι εγώ είμαι το καλύτερο παιδί και ο πιο μάγκας απ'όλους, ότι κι αν λένε οι άλλοι για μένα.
Τελικά όλα τα θυμάσαι με τη μύτη. Δεν έχω ιδέα από που ήρθε η μυρωδιά του χωριού, και πως ταξίδεψε ως εδώ να με βρει. Μπορεί απλά να είναι κόλπο της μνήμης, μια περίεργη συσχέτιση επειδή είναι σχεδόν Αύγουστος ή επειδή είδα το πρωί μια βαθειά χαρακιά σε ένα δέντρο.

5 comments:

discolata said...

πάλι με λίγωσες με τις λέξεις σου.

και γέμισε το γραφείο άρωμα λεμόνι και ρίγανη και λιβάνι.

καλησπέρα,
φιλί

discolata said...

γιατί μου βγάζει μόνο στα δικά σου σχόλια αυτό το theodora δε μπορώ να καταλάβω...

αλλά δεν πειράζει...

φιλί

discolata

με τόσες μυρωδιές εδώ δε μπορώ να νευριάσω καν...

amvro said...

πόσο όμορφο...


[να σαι καλά]

me said...

discodora- (See what i did there?)
Χαίρομαι ιδιαίτερα που μύρισε το γραφείο και κατάφερα να περάσω λίγο το άρωμα του χωριού μου...

αμβρόσιος- Σ'ευχαριστώ πολύ, κι εσύ να είσαι καλά. Η αλήθεια είναι πως το συγκεκριμένο κείμενο νομίζω μ'αρέσει κι εμένα πολύ!

Little_Pat said...

Και σε μένα αρέσει αυτό το κείμενο, όσες φορές κι αν το διαβάσω. Οι μυρωδιές,ε, όλο θύμησες... Ή ακόμα και ήχοι. Το άναμα ενός αναπτήρα στο μπαλκόνι κοιτώντας το μνημείο του Φιλοππάπου, 'ενα ανδρικό άρωμα ανάμεσα στο πλήθος διασχίζοντας τη διάβαση, Ιπποκράτους & Πανεπιστημίου γωνία...
Παραλήρρησα πάλι.

Να 'σαι καλά. Και ευχαριστώ για το κείμενο, που ανέβασες.