Thursday, January 25, 2007

Είναι ένα βράδυ απ'αυτά. Που έχω κάτι και δεν ξέρω. Προσπαθώ να προσδιορίσω. Το σφίξιμο στο στήθος (έχω ένα γίγαντα στο στήθος μου μέσα, λυγίζουν τα πόδια του κρατά τον κόσμο). Την εμμονή να τρώω τα νύχια μου. Το πόδι μου που κουνάει από μόνο του, ασταμάτητα. Το μυαλό. Που χάνω στο μετρό. Έρπεται το μυαλό μου σα φίδι.

"And I'll smoke tonight my ounces of loss
so that neither of us is present
so that you won't be remembered
so that I'll shrink and hide in absence
so that the old light in me dies."

Δεν είμαι από αυτούς που ερμηνεύουν όνειρα. Δεν τα θυμάμαι, σπανίως τα βλέπω. Αλλά έτσι που ξύπνησα προχθές σε ένα κρεβάτι γεμάτο αέρα και δίπλα ένας, δικός μου, αγκαλιά. Τώρα κάτι θα πω αμετανόητο. Γύρισα κι έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στους μηρούς του (να κοιμάσαι δίπλα και να σ'ονειρεύομαι). Γύρισα πάλι και θυμήθηκα τον αέρα στα δέντρα να πετάει χαλάσματα (πώς πιάνουν έτσι τα χέρια σου σα σφάλματα).
Είδα. Σε ένα μετεωρίτη πάνω, εγώ, κι εσύ ο ετεροθαλής αδελφός μου. Διάστημα γύρω, και στον αέρα να κρέμονται να αιωρούνται σταλαχτίτες ασημένιοι. Κι εσύ πέτρες να πετάς να σπάνε. Όχι σου λέω μη. Μη σπας όμορφα πράγματα. Να σε πείσω, ήθελα, και μάζευα μωβ κόλλες χαρτί κι έγραφα έγραφα.

"In our youth we taught ourselves
that fire triumphs over wisdom
and the best days, the wondrous days
are the last days, the final days,
and the fastest road to heaven
is paved with broken glass."

Χoρέψτε λίγο, δεν ακούτε; Μουσική, χάδι και λυγμός στα λάθη μας, ντυμένα στρατιωτάκια, προσοχή. Είναι ένα από αυτά. Τα βράδυα. Που δεν ξέρω τι. Στάθηκα τυχερός, τόσες φορές (πως πιάνουν έτσι τα χέρια σου σα φάρμακα) κι αθωώθηκα. Κοντεύει μια μέρα που θ'ανοίξουμε τις πόρτες μας και δε θα θυμόμαστε τίποτα. Ούτε ποιοί είμαστε, ούτε ποιοί υπήρχαν πριν από μας, ούτε ποιοί θέλουμε να γίνουμε.

"I stifled my grief in a plastic cup
threw violent ash and burning cinders
at all my momentary loves
I thought, in order to escape
I had to keep losing again and again
that thing I never ever had."

Καραδοκούν υπνοβάτες στις σκάλες της πολυκατοικίας, να μας αγκαλιάσουν χωρίς να το θέλουμε. Βροντή στ'αστέρια (έχω ένα γίγαντα στο στήθος μου μέσα και δεν μπορεί να πάρει ανάσα). Δεν είμαι από αυτούς που ερμηνεύουν το παρελθόν. Γύρω μας στο μικρό μου δωμάτιο ένα σμήνος κόκκινων πουλιών πετούσε. Έβρεχε, κάποιο πρωί που ξύπνησα πρόθυμος ν'αλλάξω πλευρό. Στο ποτάμι δίπλα έγραφα έγραφα. Όχι μου λες μη. Μη σπας άσχημα πράγματα.

(Μα πως πιάνουν έτσι τα χέρια σου σα λάθος φάρμακα)

5 comments:

houli_v said...

Είναι όμως αυτά τα βράδια, που κανείς έχει κάτι και δεν ξέρει, που γεννούν τέτοια κείμενα . Να σαι καλά ...

roidis said...

ταξίδεψα ολίγον τι.
όμορφες στροφές.

discolata said...

δε χορταίνω να στο λέω τελικά.
γράφεις υ πέ ρο χα.

σμουτς

non-o said...

αυθεντικό και πανέμορφο
άκουσα τη μυρωδιά του σφιξίματος

[όντε πιάνεσαι,να θέτεις απ'την άλλη-γιου νόου γουάτ άι μιν :)]

φιλιά

me said...

Houli_V - Ναι κάτι τέτοια βράδυα βοηθάνε στη 'ροή'. Και ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

Roidis - Χαίρομαι που ταξίδεψες -είναι ωραία τα ταξίδια, δεν είναι;

Discolata - Τώρα εσένα τί να σου πω! Ευχαριστώ; Δεν είναι αρκετό. Πραγματικά, όταν είδα το comment είχα ένα τεράστιο χαμόγελο!

γρου γρου τζανκι - Θανκ γιου θανκ γιου pour le complement!

[Το σφίξιμο στο στήθος=κρούβομαι. :-)]