Ο Θάνατος του Ωραίου
Σ'ένα ατέλειωτο πηγάδι μέσα
κοίταξε για τις ανακρίβειες
που κρύβουν οι αυτοδημιούργητοι
συμβιβασμένοι μιζεροπώληδες.
Σαν ξέφωτο στον πάτο έλαμπε
ένα ολόχρυσο κεντημένο νόμισμα
πυρπολημένο μοναστήρι κι
έφεγγε μυρωδιά απ'τ'αλμυρίκι
στάχτη στα μάτια του.
Οι ευτυχέστεροι συμπολίτες του
σε κάποια άγρια βουνά ξαπλώναν
ένας ένας δίπλα σε κοπάδια
ήμερων αφιλότιμων θάμνων.
Ρίζες λέγαν, δικές τους και κανενός
αφορισμένες κάθε Κυριακή στα
κατηχητικά εργοστάσια στα λιμνώδη έλη
ξέβραζαν τη μαύρη πίσσα χείμαρρο
σκαρφάλωνε η αρρώστια στα πλατάνια
ξεφλούδιζε στον ήλιο μια ανίερη ελιά
κι άλλαξε το αίμα
γίνηκε λάδι αυτοκινήτου
κι αποσταγμένο φτερούγισμα.
Σήκωσε την πέτρα από κάτω να ψάξει
για φιλεύσπλαχνα έντομα
μα στις χαρακιές και στο χώμα
μόνο γράμματα κατατρομαγμένα
ανάβλυζαν συντριβάνι του βράχου.
Εκεί έλουσε τα μάτια του με λύσσα
τυφλώθηκε ξεδίψασε και χαμογελ
αστός ικανοποίησε τη θέλησή του.
Τώρα, περπατάει κανείς στα χνάρια
του Ωραίου Άγνωστου Δειλού
περιεργάζεται, φωτογραφίζει κι αναλύει
την ιστορική, παραδοσιακή ακινησία του.
2 comments:
"..μιζεροπώληδες..","..κι άλλαξε το αίμα
γίνηκε λάδι αυτοκινήτου
κι αποσταγμένο φτερούγισμα..",loved τα παραπάνω
είδες τι σου κάνουν στην έμπνευση,οι θηκούλες και η λίμα?
:p
Σανκ γιου Σανκ γιου....
Ναι ναι, αυτό φταίει!
:-)
Post a Comment