Κοίταξε δεξιά. 'Μα δε βλέπεις;', ρώτησε. Κι αν έβλεπα, κάπου αλλού έμαθα σκάει το κύμα. Βεβαίως. Αναπάντεχο αποτέλεσματικό κύμα.
'Τί σκέφτεσαι;' όλο ρωτάω εγώ. Να μαθαίνω, συνέχεια, θέλω. Το πρωί βρέχει έξω κι αυτός κοιμάται κι εγώ κοιτάω το παράθυρο, φρρρρ κάνει η βροχή και χτυπάει απαλά, όπως στο Ντέβον, ούτε που τη νιώθεις και δε σταματά. Γι'αυτό τα ρούχα απλωμένα μέσα κι ας μην έχει πολύ χώρο. Μια πλάνη ασφάλεια κι αποστασιοποιούμαι φοβούμενος επιστράτευση. Κι έχει εφιάλτες στα νέα, κάθε μέρα. Μεσημέρι κι ακόμα.
'Είμαι δύσκολος' λέει για κάτι τελείως διαφορετικό. Στο λεωφορείο το κεφάλι στον ώμο μου. Βγάζει ήλιο και το βρεγμένο λάμπει γυαλιστερό. Έχει κατέβει και κοιτάει το μικρό του χάρτη να δει ακριβώς από ποιό δρόμο πρέπει να πάει. 'Chronia polla!', γράφει στην οθόνη. Το έψαξε στον παγκόσμιο ιστό.
Ν'απαντήσω. Αργά κι απόκρυφα.
'Ναι έχω αστάθεια χωρίς ηρεμία αλλά είδα μια μέρα...' ξεκινάω ιστορία και λέω στ'αλήθεια.
Saturday, September 30, 2006
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment