Μισό εισητήριο -Πριν και μετά
Para que tu me oigas
mis palabras
se adelgazan a veces
[...]
Voy haciendo de todas un collar infinito
para tus blancas manos, suaves como las uvas.
Pablo Neruda 'Veinte Poemas de Amor y un Cancion Desperada'
-Πριν-
Φουσκωμένη η πόλη θάλασσα και γυρνάς στο σπίτι σου ποταμός ήταν το είδες τριγύρω και πώς έτρεχε το παιδί και συναρμολογούσατε τα φύλλα μαζί στο πλαστικό δεντρο σου τα έφερνε ένα ένα και τα κουβαλούσε στο στόμα σα νερό σου έφερνε κι εσύ έβαζες να βρείς την άκρη προσπαθούσες να του φτιάξεις το παιχνίδι αυτός ήθελε να σε βλέπει να φτιάχνεις πριν παίξει πριν να το διαλύσει χωρίς να σκέφτεσαι είπες 'η μάνα μου κι ο πατέρας μου έγινα γίνομαι ήμουν όταν λείπουν έλειπαν θα φύγουν' με μια αλλαγή κάθε φορά και η γυναίκα αλκοολική σου είπε 'τον εαυτό σου ν'αγαπάς' και μαζί φωτογραφίες παλιές από εκείνο το νεκρό σπιτι, το 126 Οδός Στόουνλι είδες να είσαι κοίτα να είσαι μικρός να κοιτάς κάπου αλλού το ταβάνι τον κήπο τη γάτα και πόσο άγνωστη η ζωή των νεκρών 'άδεια η Ιστορία χωρίς τις πληγές των πεθαμένων' είπες και πόσα πόσα σε ποιόν έχεις πεί σε πόλεις σε χωριά στα κύμματα γυρίζεις στα μαλλιά της τα καλοκαίρια το καλοκαίρι εκείνο αυτή που σ'έφτιαξε φύλλο της τα μαλλιά της στον αέρα στη γέφυρα τις πρώτες φορές την πρώτη άνοιξη εδώ τρέμοντας και γιατί τί δε θυμάσαι από χθές;
Φουρτουνιασμένη η πόλη γυρνάς σπίτι σιγανά τραγούδια πράσινο και άσπρο και ήλιος νωθρός τρίζουν τα μάτια σου χάθηκες στα χρώματα στους τοίχους στα δέντρα στα κιτρινισμένα δάχτυλα στα κρεβάτια στα σπίτια στη μνήμη στη μνήμη χάθηκες και ποιός ζητά συγνώμη για τί δεν ακούς στο σινεμά μόνος να πηγαίνεις σινεμά δίπλα η μάνα να ταίζει το παιδί με τη στολή του υπερήρωα κοιτάς και θες να πείς 'όταν θα μεγαλώσει θα' μα τα παιδιά ποτέ δε μεγαλώνουν οι προσευχές αλλάζουν ανάσταση και ο Ιούδας καίγεται λες 'φόνος και φωτιά κι άλλος φόνος' στη σκέψη σου η σκέψη σου ένας υπάρχει μακρινός διπρόσωπος έρωτας και μιλάς γελάς τραγουδάς για έρωτα τις αργίες που οικογένειες πικρές χαρούμενες περπατάνε αγκαλιά, τρίγωνα οι λέξεις σου και πέταλα μπλέ μώβ κόκκινα και αέρας πολύς στα σύννεφα στη βροχή να μιλάς και να μη μιλάς σε αγνώστους τα χέρια να κοιτάς να πίνεις μπύρα να μεθάς να μην ξέρει το μυαλό σου τί να κάνει και να μην κάνει τίποτα να δίνεις να γλυστράς το σούρουπο μεσ'το νερό να κρατάς την ανάσα σου να σμίγεις να πονάς κι όμως πονάς.
Αέρας στα σύννεφα και στη βροχή σε θυμάμαι, θα σε θυμάμαι πάντα σε βροχή και απώλεια στη μνήμη χάθηκες μα γύρνα στο σπίτι σου πιά σήκω τώρα και γύρνα στο σπίτι σου.
-Μετά-
Φωτογραφία στο κινητό είσαι μα καιρό τώρα δε σ'έχω δει. Αλήθεια τί στιγμάτισες; Σταμάτησες; Στο τραίνο (κι άλλο τραίνο) διαβάζω κι έχω μέρες να κοιμηθώ στο σπίτι μου, σπίτι σου, σπίτι μας, συγνώμη δε φαντάστηκα πως μα προσπάθησα κάπως η μήπως όχι κι απλά θέλω άλλη μία δικαιολογία για να φύγω από ένα ακόμα ξεκίνημα, στο σκίρτημα επάνω στο δρόμο για τον ηλεκτρικό σε ρώτησα αν θέλω να σε φιλήσω θα μ'αφήσεις κι εσύ δεν απάντησες δεν είπες τίποτα αλλά ούτε κι εγώ σε φίλησα μα μόνο σου χάιδεψα γρήγορα κρυφά χωρίς υποσχέσεις μα δυνατά κι απότομα σαν όπλο το χέρι και τα δάχτυλα κι αν σ'άφηνα θα με φιλούσες;
Μάταιες ερωτήσεις μάτια μου το ξέρω ξεχωριστά το γνωρίζω όλες τις φορές που καθαρός σαν κοχύλι πηδιέμαι σε πηδάω από γκρεμούς που στο τέλος τέλος τέλος καταλαβαίνω ότι κυλάω αργά σκοντάφτω στα κουτουλάω τα ταχυδρομικά κουτιά στα πεζοδρόμια κόκκινα κόκκινα κι από τον τηλεφωνικό θάλαμο εκεί που πουτάνες διαφημίσεις κολλάνε και μεθυσμένοι άστεγοι κατουράνε από εκεί σου μιλάω μιλάω και μάταιες απαντήσεις καρδιά μου ξέρω.
Και μάλλον απόψε αποφάσισα κάποιο ρολόι να σταματήσω μα ο μεγάλος ο Μπεν μου χαμογέλασε "you're talking bollocks" ούρλιαξε εκκωφαντικά στ'αυτί μου μέσα "you don't escape' συνέχισε μα θα ήθελα να υποσχεθώ κάτι μια μέρα και να το αφήσω μετά μόνο του να γίνει ότι θέλει ο γιός μου η κόρη μου μια υπόσχεση μου σε σένα μα πιο πολύ σε μένα να μεγαλώνει άθελα μου κάθε χρόνο να μετράω γραμμές στους τοίχους και τελικά κάθε κομμάτι μου κάποιο τόπο να κρατάει να ανυπομονεί να βρίσκεται να έχει μα όχι σιγουριά μόνο ανάσα και πηλό κάτω απ'το νερό και κάθε φορά που με ξαφνιάζει το δέρμα η σάρκα το σώμα η φωνή το χρώμα οι γραμμές η σκιά ο λαιμός τα μαλλιά τα πόδια η φωτιά να μη μένω μανιακά προσυλωμένος αδιάφορα γιατί αυτό είναι τέλεια τεχνικά αβίαστα φωναχτά ανεβασμένη παράσταση, κι άλλη απόσταση δυό φορές, όπως μας μάθαιναν στο σχολείο να μη λέμε δυό φοβίες και υφαίνω απ'ότι φαίνεται αααάλλο ένα της μνήμης μου υφαντό με τον τρόπο που δε μου έμαθε καμμία γυναίκα της οικογένειας στην παράδοση να μείνει μα κάτι πήρε το μάτι μου νομίζω σε βιβλίο κόκκινο κόκκινο που ήρθε με καράβι απ'την Ινδία απ'την Αίγυπτο απ'την Πόλη απ'το Λονδίνο γενιές ολόκληρες με περιμένουν επιτέλους να σκάσω κύμα στα βράχια στο λιμάνι Βενετσιάνικο που ακόμα δεν έπεσε.
Φωτογραφία στο κινητό είσαι κι άκουσα προχθές τα όνειρα μου απ'το στόμα άλλου άνδρα να βγαίνουν περπατώντας για το σπίτι είδα μια παρέα να χορεύει στην ταράτσα λειτανία στον ήλιο στην αυγή και, ξέρεις, πριν ανοίξω την πόρτα μέσα να μπω θυμήθηκα τα πρώτα τραγούδια που έμαθα μαζί σου, στο καλό.
No comments:
Post a Comment