Friday, July 07, 2006

Ο Ιάσωνας γύρισε - 1

Με κοιτάζει επίμονα από το απέναντι μπαλκόνι εδώ και δύο μέρες. Στα σιδερένια κάγκελα είναι κρεμασμένες γλάστρες -γαρύφαλλα και κυκλάμινα. Μέσα από το σπίτι της ακούγεται αμυδρά το ραδιόφωνο, κάποιος λέει τα νέα της ημέρας. Προειδοποιεί ότι στην Κηφησίας είναι ακινητοποιημένα τα αυτοκίνητα. Προειδοποιεί ότι σήμερα θα πραγματοποιηθούν δύο πορείες και τέσσερις στάσεις εργασίας. Προειδοποιεί ότι η θερμοκρασία θ'ανέβει κατά έξι βαθμούς, σε επίπεδα υψηλότερα από τα φυσιολογικά για την εποχή. Προειδοποιεί ότι η κυβέρνηση παραμένει αδιάλλακτη στις θέσεις της, σταθερά πιστή και ανοιχτή στο διάλογο. Η ίδια φαίνεται όχι τόσο ν'ακούει τί λέγεται, απλά να αφουγκράζεται, σαν να περιμένει να βάλει ο σταθμός μουσική, να γίνουν οι λέξεις ήχοι.
Δεν ξέρω ακριβώς πώς να την περιγράψω. Φοράει ένα σκούρο φόρεμα με λευκές πουά βούλες. Τα γκρίζα μαλλιά της είναι πιασμένα με καρφίτσα και το πρόσωπό της έχει κλάψει, έχει γελάσει, έχει θυμώσει, έχει ζήσει. Κάθεται σε μία ψάθινη καρέκλα και πίνει αργά έναν ελληνικό. Ανάβει τσιγάρο με σπίρτα και καρφιτσώνει απότομα το βλέμμα της πάνω μου. Έχω κάτσει στην πλαστική μου καρέκλα, δεμένος μπροστά από την γραφομηχανή που μου χάρισε ο παππούς μου με φραπέ, καπνό και χαρτάκια. Αυτό κάνω δυο μέρες τώρα. Κάθομαι μπροστά από τη μηχανή και την κοιτάω να με κοιτάει. Ίσως της θυμίζω κάποιον. Μπορεί το γιό της ή τον έγγονο. Μπορεί τον άντρα της. Μπορεί ακόμα και τον αδελφό ή τον πατέρα. Δεν ξέρω τίποτα γι'αυτή τη γυναίκα όμως με λίγη προσπάθεια θα κατάφερνα να της πιάσω το χέρι, τόσο κοντά είμαστε.
Έχει ξεκινήσει το βουητό απ'τ'αυτοκίνητα. Τη βλέπω να ενοχλείται, σα να της διακόπτουν απότομα τον ύπνο. Αναστενάζει. Στο βλέμμα της διακρίνω την παραίτηση που συσχετίζουν με τα γηρατειά, την ανυπακοή στο γρήγορο περπάτημα, την προσύλωση στα υπολείματα μνήμης που την περιτριγυρίζουν. Καταβεβλημένη από τις βροχές αιώνων χαιδεύει τα φύλλα της γλάστρας. Για κάποιο λόγο σκέφτομαι ότι ίσως να μην έχει παιδιά, ίσως να είναι μία δασκάλα του πιάνου. Θέλω να την παρομοιάσω με κάτι. Με μια μεταφορά να μαζέψω όλα τα κομμάτια της ζωής της, όλα αυτά για τα οποία κλαίνε τα μάτια της και τραγουδάνε τα μαλλιά της. Θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω να δω την καρδιά της στον ήλιο βγαλμένη να πετάει χαρταετούς, να πέφτει καταιγίδα στις φυλλωσιές, ν'αφήνει την ανάσα της μυρωδικό στ'αλμυρίκια και στους κέδρους. Ερωτευμένη να μπαίνει στο τραμ και τα χέρια της γραμμόφωνα να φτύνουν μελωδίες. Ξεθεωμένη τα βράδυα να σκοτώνει την υπομονή της σιγανά σα νανούρισμα. Κορίτσι ακόμα να κραταέι σφιχτά στη χούφτα της ένα μαντήλι σμαραγδένιο απ'το βουνό ποιήματα που της έλεγε. Τα όνειρά της να μου πει μια νύχτα μεθυσμένη, να την τυλίξει η αυγή κουβέρτα και στην πάχνη να κρυφτεί. Στάλα στάλα να γεμίσω την Ιδέα της με όλα όσα δεν έχω ζήσει μα που κάπου τα είδα μόνο εγώ.
Έχω στηρίξει τις ελπίδες μου σ'αυτήν. Κρέμονται απ'το μπαλκόνι της κισσός.

No comments: