Πρόφαση
*Ένα τεράστιο ευχαριστώ στο φίλο ποιητή για τη μετάφραση.
Αποφάσισα
Αποφάσισα πως ίσως ανοίξω την ελάχιστη περίσταση στα δυο. Να μετρώ να μετρώ να μετρώ πόσες ακόμα μονόμπαντες έναρθρες αισθήσεις θα καλωσορίσει η πρωινή πάχνη δίχως να προξενήσει οργή.
Οργή και φόβο.
Κάποτε στο μέλλον θα ’χω ήδη αποφασίσει ότι ο εκτροχιασμός ελαφρά μόνον κρέμεται απ’ την απαλή, διάφανη επιφάνεια της κοινοτοπίας, κοινοτοπία ω κοινοτοπία
Κάποιος τραγούδαγε αχ το πρωί αχ το πρωί
Υπέροχο δεν είναι να ξυπνάς το πρωί;
Η άμαξα που φιλοξενεί την ανεπάρκειά μου ποτίζεται απ’ την αδιάκοπη λάμψη του ήλιου που έρχεται απ’ την αχρηστευμένη σήραγγα στην άλλη μεριά των γραμμών – τις έστρωσαν πριν από πενήντα εφτάμισυ χρόνια, όταν δεν ήμουν παρά η αχνή αίσθηση στο μυαλό της μάνας μου και του πατέρα μου πως μια μέρα, μια μέρα θα ’λεγαν «μια μέρα γιε μου, όταν θα ’χεις δικά σου παιδιά, θα δεις πως ό,τι σ’ έμαθα είναι μόνο ό,τι μπορώ, μόνο ό,τι μπόρεσα, κι όλα αυτά, όλ’ αυτά είναι για το καλό σου και για την προκοπή σου. Το ρολόι σημαίνει νύχτα βαθιά κι είσαι εδώ επιτέλους, επιτέλους μπορώ να πιαστώ απ’ τη στιγμή που σ’ έφερα στο φως του πρωινού και σου μέτρησα τα μωρουδίσια δαχτυλάκια σου, τα μάτια σου βλέπουν τα πάντα έξω, κι είσαι συ, είσαι δικός μου κι είμαι δικός σου και θα ’μαστε μαζί δεμένοι όλα τα χρόνια της ανεπαρκούς εφηβείας σου, σ’ όλη σου την εκπαίδευση, όλη σου τη σταδιοδρομία, και τη δική σου οικογένεια. Το ρολόι σημαίνει νύχτα βαθιά κι είσαι ήδη σχεδόν σαν εμένα, σχεδόν σαν εμένα πλέεις και πετάς κι ονειρεύεσαι νοιώθεις ό,τι ένοιωσα και κινείσαι όπως κινούμαι και ξέρεις ό,τι ξέρω κι όλα εξαρτώνται απ’ το πότε θ’ ακουστεί ο επόμενος χτύπος του ρολογιού και δεις, σαν κι εμένα, ότι μπορώ να σε κρατώ σφιχτά να σου μαθαίνω και να σε κάνω να μ’ αγαπήσεις. Σ’ αγαπάω γιε μου. Σ’ αγαπάω γιε μου.»
Έχασα το τελευταίο πλοίο της επιστροφής. Η ενημερωτική δήλωσή μου αντηχεί στα μικρούτσικα κύτταρά μου και τοποθετεί μιαν ακόμα ανάμνηση κάπου πίσω από τα μάτια. Αναρωτήθηκα πάλι και πάλι πώς γίνεται να έχω προσωπικότητα όταν ό,τι είμαι βρίσκεται πίσω μου. Είμαι κάθετι που δεν μπορώ να δω. Ο ελάχιστος ψίθυρος της ανάσας ενός άντρα που κάθεται πλάι μου χωρίς να κοιμάται, χωρίς να μιλά, χωρίς να ονειρεύεται, κάθεται πλάι μου, παντού, τον βλέπω, τον νοιώθω, είναι εκεί, είναι εδώ. Δεν είναι εδώ. Ποτέ δεν έμαθα τ’ όνομά του. ποτέ δεν μπόρεσα να τον αγαπήσω τελείως. Χαιρέτησα τη ζωή μου μες σ’ αυτό το ανοιξιάτικο τοπίο που ξεχειλίζει απ’ όλα, τον ανοιξιάτικο ήλιο που φωτίζει τη μέρα τόσο ασυνάρτητα που όλα θέλουν να σηκωθούν ψηλά ψηλά ψηλά να φτάσουνε στον ουρανό, τα σύννεφα φεύγουν τρέχοντας, να φτιάξουνε αυτόν τον ατέλειωτο πύργο που κατέχω στα όνειρά μου, που δε μ’ αφήνει σε ησυχία, που μου μιλά, γελά γύρω μου, μου λέει πως δεν μπορώ να τον ανέβω γιατί μπορεί να πέσω. Κοντοστέκομαι σ’ εκείνα τα σκαλιά ανάμεσα σ΄αυτό που ονειρεύομαι εγώ κι εκείνο που ονειρεύονται οι άλλοι και κανείς μας δεν μπορεί να ορίσει, αυτήν την αδυναμία μετατόπισης της γης, την αργή ουράνια πομπή, τη γύμνια μπρος στο κενό, μπροστά μας καθώς προσπαθούμε να χαμογελάσουμε, με μισή καρδιά, μιμούμενοι, με φόβο.
Τα δέντρα κυματίζουν στην δυσαρεστημένη αδιάφορη αύρα κι η κουρτίνα σέρνει το σχέδιο της άσπρης της δαντέλλας μες στο δωμάτιό μου όπου κάθομαι και –λέω– θα μπορούσα να κρεμαστώ από ’κει, ε; Να κρεμαστώ και να δω πράγματα που ποτέ δεν ξανάδα. Να κρατιέμαι απ’ την άκρη με τα πλαδαρά κοτοπουλίσια χέρια μου και να με βλέπω γι’ άλλη μια φορά να γίνομαι γελοίος.
Κράτα με σφιχτά και ποτέ μη μ’ αφήσεις. Να μ’ ονειρευτείς και θα σ’ ονειρευτώ. Πες μου μια ιστορία της γιαγιάς σου.
«Ήτανε κάποτε ένας νέος πρίγκηπας που τονε σκότωσε ο πατριωτικός στρατός μιας μακρινής νησιωτικής αυτοκρατορίας. Ύστερα ήρθανε τα τραίνα και το εμπόριο και τα φάρμακα και τα πιάνα κι άλλες σημαίες. Γεννήθηκα δεκατέσσερα χρόνια μετά τον νέο αιώνα. Η μητέρα μου ήτανε πιστή σε κάποιο στέμμα. Αγάπησα έναν νέο αξιωματικό. Κάναμε εννιά παιδιά. Κοντά είκοσι χρόνια πεθαμένος και ποτέ δε θα μπορέσω ν’ αγαπήσω άλλον άντρα. Μπράντυ πίνω. Μ’ αρέσουνε οι χριστουγεννιάτικες κάρτες. Εσύ ’σαι ο αγαπημένος μου.»
Το γενεαλογικό μου δέντρο φυτρώνει από έναν σπόρο που κάποιος φύτεψε παντού σ’ όλον τον κόσμο. Είμαι το νέο κλαδί που θέριεψε πέρα για πέρα και το κλαδί που πεθαίνει αφού του ’πεσε ο καρπός του. Σαπίζω σαν τους νεκρούς προγόνους μου. μεγαλώνω σαν τα παιδιά που ποτέ δε θα κάνω. Ακούω ένα μακρινό ουρλιαχτό πού ’ρχεται απ’ τους αιώνες και με κυνηγά. «Από μας διδάξου. Τίποτα νέο μη γίνεις. Σ’ εμάς να προσεύχεσαι. Πρόσφερε την κάθε σου μέρα στη σοφία μας. Βάψε το πρόσωπό σου με τα χρώματά μας. Πάρε τις λέξεις μας. Ποτέ μη μας ξεχνάς.» Το ακούω κι είναι κοντά μου, δίπλα μου, ολόγυρα, σε πρόσωπα και κτήρια και δρόμους και ποτάμια και δάση και βράχια. Να το παρόν στο παρόν μου, το αδιέξοδο να ’σαι πολύ γέρος και πολύ μικρός, καταβεβλημένος απ’ τον συνεχή ενθουσιασμό, να ονειρεύεσαι ένα μέλλον διαρκές κι ένα μόνιμο παρελθόν.
Πάντα ξεχνώ πού άφησα τα κλειδιά μου. Γέρνω το κεφάλι και γλιστρώ το βλέμμα μου στη γωνιά ενός ψευδοπαράθυρου και βλέπω την αλυσίδα ν’ αστράφτει σαν τα χρώματα της θάλασσας που με γέννησαν και μ’ έθρεψαν και που χάρη σ’ αυτά έγινε ό,τι έγινε.
Ποτέ δεν αισθανόμουν άνετα στη θάλασσα. Νοιώθω τυφλός, ασήμαντος και βαρύς. Τα μωρουδίσια χεράκια μου είναι δεμένα με κούφιο αέρα για να μην πνιγώ. Χέστηκα για την άμμο, χέστηκα για τα βότσαλα, χέστηκα για τ’ απλωμένα χέρια κάποιου άσχημου αγνώστου. Με νοιάζει μόνο η κάψα του ήλιου που κάνει τα μάτια μου να τρεμοπαίζουν και να κλείνουν και το άλλο φως κάτω από την ομπρέλλα.
Ήθελα να ξαπλώσω ανάσκελα και να περιμένω τον ουρανό να πέσει. Ποτέ δεν πέταξα πολύ κοντά σε ήλιο. Ποτέ δεν έπεσε.
2 comments:
πολύ όμορφο, ζεστό, ανθρώπινο και κυρίως καλογραμμένο
Σ'ευχαριστώ πολύ...το αρχικό κείμενο το είχα γράψει στα αγγλικά, οποτέ δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για την εκπληκτική μετάφραση...
Post a Comment