Ο Ιατροδικαστής
1
13/07/08
Ο ιατροδικαστής Βαρνάβας άναψε ένα τσιγάρο. Ο θάνατος του φυγά ήταν απρόσμενος, μα η αιτία απλή: «Ασφυξία λόγω απαγχονισμού».
Ο θεόσταλτος άθεος Βαρνάβας είναι γιατρός και δίκαιος. Στα 7 πέθανε η αδελφή του. Κάθε μέρα πεθαίνει η αδελφή του. Στις σκιές των πραγμάτων στα σύννεφα. Στα σύννεφα μιλάει όταν έρχονται. Όταν έρχονται βέβαια πράγματα μιμείται σκιές. Στο φυλαχτό της μάνας του. Στη συμβουλή του πατέρα. Στα 14 έφτιαξε λέξη «λοδογρυώλαο». Σημαίνει «η ανάσα μετά το κλάμα». Είναι γενναίος και σίγουρος. Σγουρός νοτιάς παρελαύνει στον ήλιο. Στα 22 στην αποθήκη φαρμάκων λογάριασε. Τί κερδίζεις τί χάνεις - πού ζητάς. Τώρα θα βγει να περπατήσει περήφανος στην άμμο στο χτύπημα. Χτες πάει να πει έφυγα. Φυλάγομαι θα πει βροχή στα κύμματα. Ούτε νερό φωτιά ούτε γη αέρας. Ούτε Πατέρας Σιγουριάς. Ούτε Αδελφός Ωμέγας. Ούτε Σοφή Τα Πάντα. Ούτε Μηδέν και Ένα. Ούτε Σιωπή. Μόνο το όνομα του καθένα κι ο Βαρνάβας γιατρός και δίκαιος στην άμμο στο χτύπημα στο ζεστό νερό.
2
Ο Άγιος Ινκονσπίκιουους μένει σ'ένα τεράστιο σπίτι με εκατομμύρια απέραντα δωμάτια. Στο σπίτι αυτό κανείς άλλος δεν αναπνέει, και δεν ακούγεται τίποτα παρά μόνο η ηχώ από το τρίξιμο της εκάστοτε πόρτας που ανοίγει ή κλείνει. Τα δωμάτια έχουν μέσα ένα μικρό πράγμα μοναδικό στο καθένα, μα επιφανειακά είναι πανομοιότυπα. Σε κάθε δωμάτιο υπάρχει το ίδιο μωσαϊκό: η θέα απ'το ψηλότερο παγόβουνο του κόσμου.
Ο Άγιος Ινκονσπίκιουους κάθεται μόνος σε μια βιβλιοθήκη και διαβάζει κάθε μέρα προκυρήξεις. Αμέτρητες φωνάζουν αντίθετες στα καθεστώτα, στην καταπάτηση των δικαιωμάτων, στον πόλεμο στους στρατούς στα έθνη-κράτη στην πείνα στον πόνο στην αρρώστεια στο θάνατο. Πιο πολύ τον συγκινούν αυτές που εναντιώνονται στην κατασκευή καινούριων αυτοκινητόδρομων. Κινητοποιεί τη σκέψη του, κι από καλοσύνη δικαιοσύνη αντιδραστικότητα προσπαθεί ν'αφομοιώσει τις πληροφορίες. Πού πολεμάνε πετρέλαια. Πότε πούλησαν όπλα. Ποιοί τ'αγόρασαν. Ποιά εκδοχή της δολοφονίας ακούστηκε. Ποιά αξία δώθηκε στην τιμή του φαγητού της απώλειας. Τί είδαν, τί δεν είδαν, τί νόμισαν πως είδαν.
Προπαντός, επεξεργάζεται μία θεωρία. Προσπαθεί κάθε μέρα να καταγράψει τα στοιχεία της πραγματικότητας και να ορίσει τις νοητές γραμμές που τη διέπουν. Όπως ένας αστρονόμος θα κοιτούσε κάθε βράδυ τ'αστέρια, έτσι κι αυτός με τις πληροφορίες. Πάνω απ΄όλα, τον ενδιαφέρει πριν πεθάνει να ορίσει και να εξηγήσει τα σχήματα που δημιουργούν τα φώτα όλων των δρόμων. Το σπίτι του είναι ένας ατέλειωτος ιστός που εκτείνεται απ'το μυαλό του μέχρι εκεί που δε φτάνει η φαντασία του και πιο πέρα, στη φαντασία των άλλων, που ενώ νοιώθει πως υπάρχουν δεν τους έχει δει ποτέ. Ξέρει μόνο ότι ζούν. Ξέρει ποιός τους διοικεί, τι χρώματα υπάρχουν στις σημαίες τους, πόσοι πεθαίνουν κάθε μέρα. Ξέρει πως άλλοι περπατάνε για ώρες για να βρουν νερό κι άλλοι κολυμπάνε σε πισίνες. Ξέρει όλες τις στατιστικές για την περιοχή τους, πόσοι είναι άντρες, πόσες γυναίκες, πόσα παιδιά. Ξέρει τί δουλειες κάνουν, τί αγοράζουν, τί πουλάνε, τί και πόσο τρώνε. Ξέρει που πιστεύουν και πως το εκφράζουν, με ποιά παράδοση και ποιά καινοτομία.
Όμως δεν μπορεί κι ούτε ξέρει πως να τους γνωρίσει. Φοβάται ότι αν βγει από το ατέλειωτο πανέμορφο και πανέξυπνο σπίτι του θα πρέπει να ζητήσει συγνώμη απ'όποιον βρει μπροστά του. Να ζητήσει συγνώμη που είναι ανύπαρκτος. Ο Άγιος Ινκονσπίκιουους δεν έχει ούτε γονείς ούτε παιδιά ούτε φίλους. Κάποιες φορές όμως, καθώς κείτεται βυθισμένος στην στις γραμμές των λέξεων τον καταλαμβάνει μια ασυγκράτητη ένταση και νοιώθει πως ανηφορίζει ένα βουνίσιο μονοπάτι. Τότε έντρομος καταλαβαίνει πως το μονοπάτι είναι η πρώτη γραμμή που έφτιαξαν οι άνθρωποι.
Ο Άγιος Ινκονσπίκιουους αποφασίζει πως αύριο θα πρέπει να ξεκινήσει να περπατάει.
No comments:
Post a Comment