Friday, May 04, 2007

Μύθος Πρώτος


Σε άλλα χρόνια, πριν την αυγή.

Βυθισμένα αγάλματα, και κολυμπάω σε αρχαίους ναούς που δε χρησιμεύουν σε τίποτα ουσιώδες παρά μόνο σα σπίτια για πιο αρχαία πλάσματα. Στο μάρμαρο επάνω πράσινα φύκια και τα πρόσωπα θαμπά. Στο ιερό, ένα κουτί με χαραγμένα γράμματα και μέανδρους. Γράφει:
'ΆΛΛΗ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΣΟΦΙΣΤΕΙΑ'
Θέλω να τ'ανοίξω, ανυπόμονος. Να μάθω κι άλλα πράγματα να λέω ότι ξέρω. Να σβήσω αιώνες με μια γόμα απ'το σχολείο. Από κοντά, κοιτάω πίσω το ναό και φαντάζομαι να περπατάνε άνθρωποι που υποτίθεται πως αναγνωρίζω ενστικτωδώς. Ποιές ιέριες μαστούρωσαν εδώ και τί οράματα είδαν; Τείχη που έπεσαν τυχαία, ιστορικά.
Το ανοίγω και γύρω το φώς αλλάζει το νερό τρέμει δε βλέπω παρά μόνο πράσινο και μπλε και σα να έχω τα μάτια κλειστά μα όχι. Φοβάμαι τα φαντάσματα των προγόνων περισσότερο κι από τη σκιά μου. Σταματάει το νερό, σταματάει το φως. Μπροστά μου, ήρεμο και νωχελικό, περπατάει ένα πελώριο μαύρο πρόβατο. Βόσκει στο βυθό, τρώει τα φύκια απ'τα μάτια των μαρμάρινων θεών. Σαστισμένος, κοιτάω δεξιά κι αριστερά για βοήθεια. Βοήθεια, τρελάθηκα, σίγουρα. Με κοιτάει κι είναι σα να μην υπάρχω.
'Μπέε' λέει το πελώριο μαύρο πρόβατο.
'Εμ...εμ....μπέε' λέω κι εγώ, αντιγράφοντας τον ήχο σα μωρό που δε ξέρει να μιλάει.
Γελάει.
'Πλάκα έχεις μικρέ, το ξέρεις; Τι περίμενες δηλαδή, μια πανέμορφή γοργόνα ή τον Οδυσσέα της αβύσσου; Να σκέφτεσαι ότι είσαι τυχερός που δεν είμαι η Πανδώρα.'
'Εμ...βασικά δεν ήξερα τι να περιμένω κύριε Μαύρο Πρόβατο...απλά η περιέργεια'
'Σκότωσε τη γάτα...ξέρω ξέρω. Μα δεν ήρθες μέχρι εδώ για να μάθεις μια απλή παροιμία. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Εγώ όπως βλέπεις είμαι ένα μαύρο πρόβατο. Φυσικά, είμαι χιλιάδες πράγματα πέρα από αυτό, αλλά αυτή τη μορφή διάλεξα να με εκπροσωπεί στον αιώνα τον άπαντα. Πώς σου φαίνομαι;'
'Εμ...δεν ξέρω...πάντως μιλάτε πολύ όμορφα και σοφά.'
'Α κατάλαβα. Απ'αυτούς είσαι κι εσύ. Ένας σεξομανής δηλαδή δεν μπορεί μια φορά να κολυμπήσει μέχρι εδώ, μόνο ξενέρωτοι 'πνευματικοί' μου λαχαίνουν εμένα! Α ρε αιώνια αγαμία εγώ φταίω, ο βλάκας που διάλεξε το ναό το γαμιο-Απόλλωνα!'
Δεν υπάρχει περίπτωση. Τρελάθηκα εκατό τοις εκατό. Σίγουρα. Πάει το καραβάκι, πέρα απ΄τον ορίζοντα πια. Δε βαριέσαι.
'
Καθόλου δεν τρελάθηκες μικρέ και μην νομίζεις ότι δεν σ'ακούω. Είχα κι εγώ σάρκα και οστά και αίμα να βράζει, αυτό μπορείς να το καταλάβεις ή θα το αναλύσεις και αυτό ως που δεν πάει άλλο;'
'Συγνώμη συγνώμη δεν εννούσα αυτό, απλά, καταλαβαίνετε τώρα, εγώ όταν γυρίσω σπίτι και με ρωτήσουν οι γονείς μου που ήμουν τί θα πω; 'Μαμά μπάμπα, γνώρισα ένα τεράστιο μαύρο πρόβατο που είχε πανάρχαιες καύλες;' Η θέση μου είναι κάπως δύσκολη...'
'Από τώρα θέλεις να φύγεις δηλαδή; Κι είχα αρχίσει να σε συμπαθώ...'
'Εμ, όχι εντάξει, νομίζω έχω λίγο χρόνο ακόμα, κι ακόμα δε μου έχετε πει γιατί είμαι εδώ.'
'Πω όλοι οι άντρες ίδιοι είστε, ούτε μια απόφαση δεν μπορείτε να πάρετε μόνοι σας...καλά λοιπόν, θα σου πω αυτό που ξέρεις ήδη και δε θέλεις να δεχτείς.'
Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια, κι αμέσως κατάλαβα. Ποιός είμαι, από που προέρχομαι, γιατί θα φύγω, προς τα που θα ταξιδέψω, τί θα δω, ποιούς θα γνωρίσω, ποιούς θα χάσω, από ποιά ιδεολογία θα πιαστώ, πότε θα πεθάνω. Κι ένιωσα από μέσα μου να βγαίνει μουσική, και το σώμα και τα πόδια μου μεγάλωσαν και ψήλωσα και άλλαξα και κρατούσα φωτιές στα χέρια μου και με τύλιξε ένα απαλό Χρυσόμαλλο Δέρας και πια τίποτα δεν υπήρχε που να μην περιμένω, τίποτα δεν μπορούσε να συμβεί που δεν είχε ξανασυμβεί.
Και τώρα το Μαύρο Πρόβατο χαμογέλασε πικρά.
'Άντε, φύγε τώρα κι εσύ σαν όλους τους άλλους, πήγαινε να ζήσεις στον κόσμο που ανήκεις κι άσε εμένα εδώ να περιμένω τον επόμενο. Αμα δω την Πηνελόπη θα της βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα.'
'Όχι. Δε θα φύγω.΄Κι άπλωσα το χέρι μου το φλογερό και το σήκωσα ψηλά και άρχισα να στριφογυρνάω όλο και πιο γρήγορα, στρόβιλος δυνατός και φωτισμένος.
Κοίταξε το σώμα του, την αλλαγή, τα ανθρώπινα χέρια του κι έψαχνε αλαφιασμένος γύρω στο ναό να βρει ένα κομμάτι γυαλί, έναν καθρέφτη.
'Τί έκανες: Πώς; Με ξεγέλασες μικρέ, ιδέα δεν είχα ότι είσαι ικανός να καταφέρεις κάτι τέτοιο.'
'Ε...θέληση να υπάρχει κι όλα γίνονται.'
'Βλέπω άρχισες να μαθαίνεις...'

Κι έμεινα εκεί, δεν ξέρω πόσο, χρόνια, αιώνες, χιλιετίες, μπορεί ίσως και μόνο μερικές μέρες, δυό ώρες η τρία δευτερόλεπτα. Κι έτσι γνώρισα τον Μαύρο Πρόβατο. Τον ερωτεύτηκα παράφορα. Και πριν να φύγω, να τον αφήσω στο βυθό και να τον θυμάμαι στο μέλλον, μου είπε:
'Δε ρώτησες ποτέ ποιά είναι η αρχαία σοφιστεία του κουτιού. Άκου λοιπόν, αγαπημένε μου.'

Με το μυαλό, να εμπιστεύεσαι το σώμα

3 comments:

roidis said...

αλλόκοτο, ολίγο σκοτεινό, μα όμορφο. νομίζω είναι ένα είδος που σου πάει.

μπράβο σου.

me said...

Ευχαριστώ, αν και δεν νομίζω πως κατάφερα και κάτι!

Συμφωνώ βέβαια ότι το συγκεκριμένο ύφος/είδος 'μου πάει'. Είναι κομμάτι μιας ψιλό-αλλόκοτης ιδέας -
υπάρχουν δύο ακόμη μικρή μύθοι που σκέφτομαι αλλά θα δείξει.

Ευχαριστώ και πάλι.

me said...

Αχέμ...'μικροί'