Friday, November 24, 2006

Το Σπίτι

-1

Τα παράθυρα είναι αμπαρωμένα με ξύλα, κλειστά και μέσα δεν μπαίνει κανείς. Γύρω αλαφιασμένος κισσός και αγριόχορτα, τσουκνίδες. Είναι απόγευμα, σούρουπο και τα χρώματα σμίγουν. Μακριά το τακ-τακ στις ράγες και το μουγκρητό απ'τα αυτοκίνητα.
Είναι σπίτι. Παλιό κι όχι αρχοντικό μα απ'αυτά μετά τον πόλεμο, χτισμένα μαζικά με δανεικά λεφτά και εργάτες από το βορρά, Νιουκάσλ, Μπράντφορντ, Λύντς και Μάντσεστερ. Τα τούβλα καφέ μα τώρα μαύρα καυσαερίου. Πίσω έχει έναν παραμελειμένο κήπο, ένα σιδερένιο τραπέζι και πεταμένα σκουπίδια. Στο τέλος ένας μαντρότοιχος, τέσσερα μέτρα και. Κάγκελα μπροστά απ'την πόρτα, να μην μπαίνει κανείς.
Στον ουρανό το πρωί που το είδαμε πρώτη φορά τρέμει το συνεχές γκρι, τα σύννεφα που σ'αυτόν τον τόπο προχωράνε πάντα μα ποτέ δε φεύγουν, κι όταν κατά λάθος κάπου αφήνουν να περάσει ο ήλιος όλοι οι άνθρωποι μαζεύονται στον κύκλο που πέφτει το φως και χτίζουν ρολόγια από Ουαλέζικη πέτρα. Έχει νυχτώσει, και είμαστε έτοιμοι.
Είμαστε τέσσερεις, και δε φοράμε ρούχα. Τα ρίξαμε πριν λίγο στο κανάλι, μαζί με τα λεφτά, τα κινητά, τις κάρτες, τα διαβατήρια, τα δαχτυλίδια, τις τσάντες, τα βιβλία, τη μουσική, τις ταινίες, τους λογαριασμούς και τα κλειδιά. Κρατήσαμε μόνο τα τσιγάρα, τα καπέλα κι ένα πακέτο σπίρτα. Γυμνοί, κοιταζόμαστε μόνο στα μάτια και δεν ξέρουμε τι να πούμε. Ο ένας θέλει να πει κάτι όμορφο μα δεν τα καταφέρνει κι έτσι χαϊδεύει τα λουλούδια κάτω απ'τη βελανιδιά. Η μία κάθεται σταυροπόδι στην άκρη και προσπαθεί ν'αποφασίσει εάν θα βάλει τα πόδια της μέσα στο πράσινο θωλό νερό. Ο άλλος από συνήθεια στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του και χορεύει με τα χέρια απλωμένα για ν'αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Η άλλη κοιτάει τον ένα, τη μία και τον άλλο από πάνω μέχρι κάτω, σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό και σιγοτραγουδάει ένα παραμύθι.
Σταματάμε. Ακούγεται η μηχανή ενός πλοιαρίου που έρχεται κοντά, απ'αυτά τα πλωτά σπίτια που μένουν οι χίπιδες και πηγαίνουν από πόλη σε πόλη σαν έμποροι την εποχή της Παρθένας Βασίλισσας. Ο ένας ανάβει τσιγάρο και το σπίρτο κάνει φσσς καθώς σβήνει στο νερό. Ο άλλος παίρνει το χέρι του ένα, της μίας και της άλλης και τα κρατάει και τα τρία σφιχτά. Τους τραβάει στο σκοτάδι κάτω από τη σιδηροδρομική γέφυρα κοντά στις δύο σκυφτές λεύκες.
Δε βλέπουμε. Έχει βραδιάσει Νοέμβρης, η νύχτα πιο σίγουρη και θαμπή με ομίχλη. Τα φώτα είναι λίγα εδώ. Το πλοιάριο περνάει σιγά σιγά, μαυροπράσινη σιλουέτα από μπροστά μας. Η μία δαγκώνει τα χείλη της γιατί θέλει κάτι να φωνάξει, δεν ξέρει τί, μάλλον κάτι σπασμένο ήδη από παλιά, σαν το 'Πού είσαι; Γιατί είσαι τόσο μακριά;'. Ο ένας την παίρνει αγκαλιά και της χαϊδεύει την παλάμη και τα δάχτυλα. Η άλλη και ο άλλος παίζουν 'ποιός θα γελάσει πρώτος' και κοιτάζονται στα μάτια ακίνητοι, σα στρατιωτάκια.
Πέρασε, έφυγε το ξένο σπίτι νερόφιδο. Ο άλλος γέλασε πρώτος, μα στο γέλιο του κάτι άσχημο κρυβόταν, η ανυπομονησία, ο θάνατος ή ο έρωτας. Τους γύρισε την πλάτη και για μια στιγμή μόνο βούρκωσε η μάσκα του κλόουν. Γύρισε πάλι απότομα να προλάβει τις τελευταίες τζούρες του τσιγάρου. Η μία του το έδωσε και του έκλεισε το μάτι μ'αυτός δεν την είδε. Η άλλη είχε ξεκινήσει να ξεριζώνει τις τσουκνίδες μπροστά απ'το μαντρότοιχο. Λυσσασμένη ξερίζωνε και στα χέρια της αίμα που δεν την ένοιαζε, μόνο τραγουδούσε συνέχεια: 'Δεν κατάλαβες. Θα σου δείξω εγώ, θα δεις, θα σου δείξω, θα δεις, μα κοίτα πια, κατάλαβε'. Ο ένας είχε πάει λίγο πιο πέρα και σκαρφάλωνε τη γέφυρα ν'ανέβει στον τοίχο από εκεί. Λύγιζαν τα γόνατά του και γαντζώνονταν τα χέρια του από οπουδήποτε, βεντούζες. Δεν έλεγε τίποτα, μα μόνο αγκωμαχούσε κι έθαβε τον πόνο που δεν μπορούσε να ξεστομίσει. Η μία και ο άλλος ψυθίριζαν ασυνάρτητους ήχους, μέχρι που μέτρησαν αντίστροφα τέσσερα, τρία, δύο, ένα κι έτρεξαν προς τον τοίχο βουβοί.

Πρέπει να μπούμε μέσα στο σπίτι σήμερα. Δεν γίνεται άλλη μέρα. Τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα πρέπει να μπούμε μέσα.



-2

Χρατσ-χρατσ στη γωνία δίπλα στο σάπιο κομοδίνο. Ξεκουνήθηκε η μάνα, τσιρίζουν τα νεογέννητα. Θα το βρει; Σίγουρα θα το βρει, το άφησε κοντά. Πλατσ-πλατσ δίπλα στο παράθυρο. Δεν είναι σίγουρος, αλλά νομίζει ότι είδε μανιτάρια να μεγαλώνουν στις χαραμάδες. Στο δάσος θα τα μάζευε για σούπα, κι η μυρωδιά ένα με την υγρασία, το κρύο. Στο προηγούμενο σπίτι ήταν. Που του έφτιαχνε η κοπέλα που δεν του μίλησε ποτέ. Μετά που τον μαχαίρωσε Εκείνος, και τον είχαν φυλάξει σε σπίτι φιλικό. Καλά τον είχε κουμαντάρει όμως. Ξέρουν τι τους μαθαίνουν. Στο Lewis ήταν. Τον είχαν πάει εκεί γιατί ήταν κοντά και στο αεροδρόμιο και στο λιμάνι του Dover. Για καλό και για κακό. Του τό΄χε πει ο Γενικός.
-Τσιμουδιά, κανέναν μην πάρεις. Ούτε αυτήν.
Πάντα έτσι ήταν αυτός, φυλαγόταν κι άκουγε. Έτσι ξεγλυστρούσε πάντα. Μήνες τώρα, τσιμουδιά, σε κανέναν τίποτα. Ούτε ο Γενικός το ήξερε το μέρος. Κανείς, ούτε Αυτοί ούτε οι Άλλοι. Τα ποντίκια μόνο, μα κι αυτά μαζί του ήταν, να κρύβονται. Κι η γυναίκα με το καλάθι που του αφήνει ψωμί και γάλα στην εξώπορτα, δίπλα στη γλάστρα, να μη φαίνεται. Μια φορά την είχε δει για λίγο από μια χαραμάδα στο ξύλο. Σα να πετούσε στο φως.
Τακ-τακ. Στον κήπο. Τακ-τακ, πάλι. Τράνταγμα. Κοιτάει πάνω, τεντώνει τ'αυτιά του. Κίνδυνος; Πατημασιές. Στο λασπωμένο γρασίδι. Άτακτες. Με χαοτικό ρυθμό. Τέσσερις είναι, σίγουρα. Είναι στο παράθυρο. Σε λίγο θα μπούνε. Να κρυφτεί. Στο υπόγειο. Δεν το έχει δει αλλά τώρα δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

No comments: