-Έφυγα μικρή απ’την πόλη με τον περήφανο καθεδρικό κι ήρθα εδώ κι εγκαταστάθηκα. Είχα μεγαλώσει σε μια φάρμα στο χωριό, όλα τα είχαμε, ό,τι χρειαζόμασταν και βόλτες στους πράσινους λόφους, στο λαβύρινθο των όρθιων βράχων. Εκεί τον είδα, πρώτη φορά με ένα καπέλο μόνος να περπατάει και ν’αγναντεύει. Με έσπρωξε η ανυπομονησία μου στα μονοπάτια του κι άκουσα το τραγούδι μου σαν πάγος που σπάει να σβήνεται τις νύχτες. Όταν ήρθα εδώ, τον έψαχνα ακόμα, είχε μείνει παρατημένο παιχνίδι στη γωνιά του δωματίου μου κι ανυπομονούσα πάλι. Δεν βρέθηκε, ίχνη μόνο στα ονόματα των περαστικών. Είναι σκληρή τούτη η πόλη, από παλιά. Έχω να σου πω…χιλιάδες ιστορίες ξένες για σένα. Αλλά μου μοιάζεις θαρρώ στην πίστη και την ανυπομονησία. Μα σε βαραίνω με τα πεσμένα μου τα φύλλα, φαίνεται.
-Κάθε άλλο, εγώ είμαι συλλέκτης. Δεν ξέρω ακόμα ποιών πραγμάτων, γι’αυτό κι ακούω συνέχεια. Πιο πολύ κι απ’την αλήθεια μ’αρέσουν τα σπασμένα ρολόγια και οι καρποστάλ. Μια μέρα, θέλω να έχω μαζέψει όσο περισσότερες μπορώ, και να μείνω μέσα κλεισμένος να τις μελετήσω σα βιβλία. Δεν είναι όμορφες οι αναμνήσεις των άλλων; Θέλω να καταλάβω τις εικόνες που δεν είδα ποτέ, μοιρασμένες από την τύχη διαφορετικές στον καθένα κι όλοι μαζί να ψάχνουμε. Πιο πολύ εγώ, γιατί γεννήθηκα διψασμένος κι άβολος. Πάντα όταν ανακάλυπτα μια βρύση ή μια πηγή έμενα εκεί για ώρες να πίνω. Γέμισα τόσο νερό κι ακόμα δεν το έχω ρίξει βροχή. Σε ποιά πόλη αγάπησες; Εγώ παντού και ποτέ. Μόνο αυτό το παγκάκι με έχει ζήσει από κοντά μα κι αυτό το πλήγωσα χωρίς να το θέλω.
-Αλίμονο μικρέ αποστάτη, τόση ώρα σου λέω να περιμένεις. Θα δεις, θα μεγαλώσουν πλάσματα μέσα σου κι εσένα κι ας μην το πιστεύεις. Στις αναμνήσεις, μη μείνεις μοναχογιός, θα χάσεις τα σύντομα ταξίδια κι αυτά είναι που αξίζουν. Κι άσε τις εικόνες να μην τις βλέπεις, παρά μόνο τα πρωινά που ξυπνάς να είναι οι στόχοι σου περίτρανοι. Θα σε πάρω στο σπίτι να σε φιλέψω, ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι και φαί του τόπου μου. Μου τον θυμίζεις στις κλεφτές ματιές που ρίχνεις στα σύννεφα. Κι αυτός δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί και πώς φεύγουν τόσο γρήγορα. Μας μοιάζουν όμως, ειδικά τα κόκκινα σύννεφα τα βράδυα. Στον πόλεμο με νανούριζε το ραδιόφωνο πριν κοιμηθώ, κι εγώ κι η μάνα μου κι ο πατέρας και τ΄αδέλφια αγκαλιά να μην μπορούμε να μιλήσουμε. Όταν τέλειωσαν όλα, κι έγιναν οι εχθροί κρατούμενοι κι οι πεθαμένοι ήρωες, χόρεψα κι εγώ στις πλατείες. Μέχρι εδώ, όλα τα χρόνια χορεύοντας σ’εκείνο το ρυθμό ήρθα και σε βρήκα.
-Προλαβαίνω να σε ρωτήσω να μου χαρίσεις μια θέση σ’αυτό το πάρκο; Είμαι σίγουρος ότι σου ανήκει, εσένα και στους άλλους χορευτές.
-Προλαβαίνεις, μα από ποιά μεριά του δρόμου περπατάς; Κι όταν κλαις, δε σ’ακούνε νομίζεις, ε; Διάλεξες για λάβαρο το φορτίο των ασήμαντων στόλων, και πλέεις για λιμάνια μικρά και ήσυχα. Σε κοιτάω, και δίνεις χαρά πεπεισμένος ότι θα σωθείτε, κι εσύ και οι άλλοι. Γι’αυτό ερωτεύτηκες το παγκάκι με τις νεκρές ημερομηνίες.
-Δεν είναι νεκρές, απλά απόμακρες κι αγεφύρωτες. Θα τις ολοκληρώσω στο μυαλό μου, τις υπολογίζω, ξέρεις. Εγώ δεν…δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι. Τα σημαντικά, ναι, μα πιο πολύ τ’ασήμαντα. Τόσα έχω δει που πάνε χαμένα και με κουράζει το πόσο νοιάζομαι. Νοιάζομαι για τις μικρογραφίες και τα ξεσκέπαστα σταματημένα όνειρα στις ράγες. Όποτε περιμένω το τραίνο λέω θα βρω μια λύση, μια ανάπαυλα κι εγώ να ρεμβάζω, κι ας ζω μέσα στα δάκρυα και τον ιδρώτα ενός και μόνο ανθρώπου. Μα νιώθω στις κινήσεις ρεύματα φρικτά, έλξεις σκισμένες δαντέλες κι από τις στριγκλιές καμμία δεν ξεχωρίζω. Έχω έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη. Ότι κάθομαι στο παγκάκι και περιμένω σα χαζός και ξαφνικά πέφτει κεραυνός και μεταμορφώνομαι στον ήχο που κάνουν οι βόμβες όταν πέφτουν. Σα να μ’απειλούν τα αυτιά μου κι η φωνή μου, επειδή εγώ ευθύνομαι για την εξαφάνιση των αστεριών, ύπουλος ήλιος. Ταράζομαι που χάνω τα λογικά μου και τρέχω αλαφιασμένος να κυνηγήσω τις λέξεις που με τσάκισαν. Ηλίθιος. Βρώμικος. Σπασμένος. Ανίκανος. Δειλός.
- Κοίτα τις λεύκες. Βλέπεις λέξεις; Κάθε μέρα έρχομαι και στη μικρή λίμνη δίπλα γονατίζω και ταΐζω τους κύκνους και τις πάπιες. Γιατί το κάνω, θες να μάθεις; Δεν υπάρχει λόγος. Κανείς δε μ’αναγκάζει, κι ευχαριστώ δεν άκουσα κι ούτε. Πριν με τυλίξουν οι φωτιές και μ’αφήσουν με τα σημάδια που τόση ώρα ευγενικά δεν ανέφερες, είχα κι εγώ αόριστους φόβους. Μετά με κυρίευσε η φωτιά, κι ότι περισώζεται από την καταστροφή το μαζεύω απ’το δρόμο και το προσέχω σαν παιδί μου. Η κόρη μου, μικρό κορίτσι με ρώτησε ‘μαμά γιατί τσαλακώθηκε το δέρμα σου;’ Σύντομα, θα περιστρέφομαι τυφώνας και θα με λησμονούν. Να με θυμάσαι, ναι; Στη θέση σου θα πω να γράψουν ‘Ο Συλλέκτης Αγνώριστων Αναμνήσεων’, μα είναι μακριά η ώρα. Έχεις αστέρια να σβήσεις και ν’αφήσεις κι εσύ ίχνη στα ονόματα των περαστικών. Τα χέρια σου τα μαγικά με τις φωτιές…θα γίνουν αγάλματα, πεσμένοι κρατούμενοι εχθρικών ηρώων, θα σταθούν μια στιγμή και αν φυσήξεις θα πέσουν. Φύσα. Όσο πιο δυνατά μπορείς, όση ώρα αντέχεις. Φύσα, να φύγουν επιτέλους οι στάχτες απ’τα γράμματα.
Wednesday, September 06, 2006
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment