Μάι Λόκαλ ή Υβρίδιο ή An Experiment in Fusion Part I
Χτίστηκε το 1796 και λειτουργεί ως pub από το 1861. Οι πόρτες είναι μαύρες. Είναι χτισμένη με το πρωτο-Βικτοριανό κόκκινο τούβλο αλλά το μαύρο ξύλο, τα μεγάλα παράθυρα και η συμμετρία προδίδουν τη Γεωργιανή επιρροή. Έχει καλάθια με λουλούδια έξω απ'τα παράθυρα, σαν αυτά που κρέμονται από τις λάμπες σε γραφικούς δρόμους και σταθμούς. Για να βγεις στο μπαρ ανεβαίνεις ξύλινες σκάλες. Μέσα είναι κάπως απλοϊκά διακοσμημένη, με καναπέδες και μεγάλες πολυθρόνες. Στους τοίχους μια κλασσική ταπετσαρία με λουλούδια και καθρέπτες. Ζωγραφιές και φωτογραφίες από την ιστορία του ανδρόγυνου καμπαρέ από το 20 και μετά. Η Μεγαλειοτάτη 'Ιφιγένεια' να σε κοιτάει ενώ σηκώνει το κεφάλι ψηλά και λυγίζει την πλάτη με τη χάρη της επαναλαμβανόμενης πόζας μπροστά στο κοινό. Στο τέλος του διαδρόμου η πόρτα που καταλήγει έξω στο μεγάλο πίσω μπαλκόνι με τις γλάστρες και τον κισσό και γύρω γύρω οι σιδερένιες σκάλες και οι καμινάδες που ποτέ δε βλέπεις, αλλά θυμάσαι μόνο κάθε φορά που φαντάζεσαι από μέσα να πετάγεται ο Ντικ Βαν Ντάικ και να σου λέει με την ψευτο-λονδρέζικη προφορά του:
'Chim chiminey
Chim chiminey
Chim chim cher-oo!'
Πρόσφατα:
Έξω έχουμε κάτσει. Έχει ήλιο και αφόρητη ζέστη. Η μπύρα αυτή τη φορά φαντάζει απαραίτητη, και όλοι πίνουν Sol ή Corona. Στο δρόμο ακούγονται αυτοκίνητα να κορνάρουν και μηχανάκια. Το καλοκαιρινό Λονδίνο.
'It's all about perception innit?' λέει ο Johnny. 'I just need to switch, like. Turn me 'ead.'
'Yeah it is,' συμφωνώ. 'You have to move away from the stuff you think you know. Everything you believe about yourself is wrong, and only exists in your head,' συνεχίζω.
'You're very clever aren't you?'
'A bit. Not very.'
'You are. I'm clever too you know. I do stupid things but i'm clever, true. I got intuition.'
'I know you are, Johnny. You just need to start acting clever as well. Like not go on drinking for four days without eating,' διαμαρτύρομαι.
'I don't need to eat sometimes. It's just that. Not hungry and all, d'you know what I mean?'
'Johnny, you don't eat because you want to keep the buzz going, and you know that if you eat you'll fall asleep and then have to wake up. Sober.'
'You're really clever,' επαναλαμβάνει, και με κοιτάει με τα σχεδόν χαμένα στο άπειρο μπλε του μάτια και το γλυκόπικρο φυλλοβόλο του χαμόγελο. 'Ι wanna take you home with me.'
'That's sweet Johnny. But you know i'm not here for that.'
'I know'.
Η συζήτηση επαναπαύεται. Κοιτάμε γύρω τα παιδιά της ερασιτεχνικής ποδοσφαιρικής ομάδας να ημι-ερωτοτροπούν με τα κοντά, προκλητικά τους σορτσάκια. Τους κοιτάνε τα ζευγάρια των πενηντάρηδων gay και οι τύποι που κάθονται μόνοι τους, με αυτή τη λάγνα αλλά και ανέλπιδη ματιά. Ο μόνος που δεν τους κοιτάει είναι ένας κύριος με όμορφα γκρίζα μαλλιά που είναι προσυλωμένος στο βιβλίο του. Κοιτάω να δω τι διαβάζει, όπως κάνω πάντα στο Tube. Έσσε. Το Steppenwolf.
Έρχεται και κάθεται στο τραπέζι ένας φίλος του Johnny. Δεν είναι τόσο ότι είναι άσχημος, όσο το ότι είναι τύφλα και κλαψουρίζει και δεν έχει σκουπίσει τη μύτη του. Είναι το Μουντιάλ και η Αγγλία μόλις έχασε από την Πορτογαλία. Συνειδητοποιώ ότι τα περίεργα βλέματα που παρατήρησα πριν ωφείλονται στο ότι τους φαίνομαι Πορτογάλος. Καμμιά φορά ξεχνάω ότι φαίνομαι Μεσογειακός. Συνεχίζει να κλαίει και λέει μπουκωμένα στον Johnny που προσπαθεί να τον παρηγορήσει:
'It's my country you know? My country! I can't believe it...my country...'
Προσπαθώ να κρατηθώ και να μην το πω αλλά τα λόγια βγαίνουν απ'το στόμα μου χωρίς να το καταλάβω.
'It's not your country, mate. It's eleven guys with a ball that didn't play as well as the other eleven guys.' Καλή μαλακία έκανα.
'It is my country, man! I feel it you know? I feel it!'
Σκέφτομαι ότι ίσως έχει δίκιο. Ίσως εγώ απλά να μην μπορώ να καταλάβω τί νοιώθει, και πώς. Θυμάμαι τους πανηγυρισμούς στην Ελλάδα πρόπερσυ. Που είχε γίνει χαμός κι εγώ έλεγα ότι ζούμε ακόμα σε εποχές που όλοι προσκυνούν ένα μαγικό τοτέμ, ένα χρυσό κύπελο με υπερφυσικές ιδιότητες που θέλουμε να πιστεύουμε ότι ανήκει στη χώρα, λες και υπάρχει πραγματικά η χώρα, λες και είναι πρόσωπο αληθινό.
'Why, man...I can't believe it...No i'm fine, I ain't pissed yet but i will be...'
Μιλάνε. Εγώ στρίβω τσιγάρο και έχω χαθεί πάλι στις λέξεις στο κεφάλι μου. Έρχονται άλλοι δύο τύποι και κάθονται στο τραπέζι μας. Κι αυτούς τους ξέρει. Μιλάνε κι άλλο, όλοι μαζί, για διάφορα που δε μ'ενδιαφέρουν. Μετά από λίγο ο ένας από τους καινούριους, με έναν ελαφρώς μεθυσμένο σαρκασμό ρωτάει τον Johnny:
'So who is this then? The silent one? And why isn't he talking?
'He's a friend,' απαντάει εκείνος.
'Ι'm usually like this. Just like watching and listening,' λέω με ύφος, σα να χρειάζεται να δικαιολογήσω τη σιωπή μου στον ξένο, μα κυρίως σε μένα.
'Oh. One of those then.'
'Yup.'
Έχω αρχίσει να βαριέμαι. O Johnny και οι άλλοι συνεχίζουν να πίνουν τον κώλο τους. Ετοιμάζομαι να φύγω. Με κοιτάει πάλι με το ίδιο χαμόγελο. Σα να μου λέει 'έλα, εσύ μπορείς να με βοηθήσεις.' Τους χαιρετάω όλους, ακόμα και τον τύπο που ακόμα κλαψουρίζει για την ήττα της "χώρας" του. Κατεβαίνω τα σκαλιά για να βγω έξω και εκεί με προλαβαίνει ο Johnny. Λες και έτρεξε.
'You don't want to come over?' Είναι όμορφος και αβοήθητος, και η αυτοκαταστροφή μου φωνάζει 'αυτός θα σε χρειάζεται πιό πολυ από ότι εσύ εκείνον'.
'No. It's bad, you know? Wouldn't do either of us any good. You have to sleep. And eat. And wake up and study for the ambulance driving test. You know you do.'
'You're too clever. Too bloody clever.' Αυτή τη φορά το πιστεύω πιό πολύ το χαμόγελο του.
'Take good care of yourself Johnny. Nobody else will do it for you.'
'I know.'
Τον αγκαλιάζω και φεύγω. Πάω σπίτι να μαγειρέψω και να δω τα νέα. Να κοιμηθώ μόνος μου και να ξυπνήσω και να κάνω δουλειές. Να είμαι αυτάρκης με τον εαυτό μου.
Μετά από μέρες μου στέλνει ένα μήνυμα.
'I passed the test! Going out to celebrate!'
Ξέρω τι πρέπει να πω. Ξέρω ότι δε θα τον ξαναδώ, και ότι δε θα του ξαναμιλήσω. Ξέρω ότι προσπαθεί να με τραβήξει να τον σηκώνω συνέχεια. Ξέρει ότι πάσχω από το σύμπλεγμα του Μεσσία.
'Congratulations, mate. Knew you could do it. Keep it up.'
Μετά που απαντάω θυμάμαι τί έγινε πριν δύο βδομάδες περίπου. Που είχα κάτσει πάλι έξω με ένα βιβλίο και μια μπύρα. Προσπαθούσα να διαβάσω αλλά μου τράβηξε την προσοχή αυτός που καθόταν στο δίπλα τραπέζι και έκλαιγε σιγανά, πνιχτά. Τον ρώτησα:
'Are you ok?'
'Have you got a fag?' απάντησε.
Έτσι γνώρισα τον φίλο μου τον Johnny. Δεν του έχω ξαναμιλήσει αλλά είναι καλά, σίγουρα.
Λιγότερο Πρόσφατα:
We sat on a table with the old leather armchairs. It was raining outside, the sort of soft rain that reminds you of Cornwall, where you think you're not going to get wet and as soon as you step out you're drenched. We hadn't met in a while, and as usual, the conversation fluctuated between bitching about the guys around us and saying all the serious things that had happened since the last time we met. Peter was like that. He liked the whimsical and satyrical to be jarred by the seriousness of the rough couple of months he'd had. He played with the straw in his gin and tonic and stirred it quickly and then slowly as he talked.
'Βασικά δεν ξέρω τί θα κάνω. Χθές πήγα στο σπίτι του και δεν άνοιξε. Είμαι σίγουρος ότι ήταν εκεί, είδα φως. Αύριο θα μου πει ότι το είχε ξεχάσει αναμμένο και ότι είχε πάει σε ένα φίλο του που δεν ένοιωθε καλά. Για να μου δείξει ότι αυτός είναι καλός και έχει φίλους και ζωή και ότι εγώ είμαι αναίσθητος και σκέφτομαι μόνο τι θέλω. Για να με κάνει να νοιώσω άσχημα πάλι.' He looks down. He thinks for a second and then looks around.
'Ξέρεις τι σκέφτομαι. Στα έχω πει. Κάθεσαι και αυτομαστιγώνεσαι για ένα μαλάκα,' I tell him, trying to be as less patronising as possible. I can't really talk, and give him advice about the things I do wrong as well.
'Δε μου λες, αυτός εκεί ο τύπος στ'αριστερά που το παίζει στρέιτ επειδή πάει γυμναστήριο πέντε φορές την εβδομάδα και είναι τριχωτός λες να τον παίρνει ασυστόλως;'
'Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο όλοι τον παίρνουμε ασυστόλως,' I say with that hint of irony that I know makes him laugh.
'Αι ρε...πάλι το φιλοσόφησες εσύ,' he says and smiles back. I'm glad it worked.
'Ε μα αν δε φιλοσοφήσεις το γαμήσι τότε τί θα φιλοσοφήσεις;'
We laugh, heartily, both of us aware that the only escape from all our worries is humour. We never take ourselves too seriously. It's a secret pact we made up together, from the first time we met. Old friends now, having worked through dramas and scandals and tough times, we still manage to make fun of one another, and our endless attempts at being happy. Three years ago, at a cafe we made a deal that, inadvertedly, has seen as through and lasted longer than our sighs.
(to be continued, perhaps)
No comments:
Post a Comment