Αυτή η πρόταση δεν είναι αρκετή. Δε χωράει τις επιθυμίες μου, ούτε τις ανατροπές τους. Σταδιακά, θα εγκαταλείψω τις αποστάσεις που κρατάω κρυφές δίχως αναστολές. Δε μένουν οι προτάσεις οι μετέωρες στις πέτρες. Μιαν άλλη ώρα, θα πω αυτά που έχω πιεί στο μπαρ σε εκείνη τη γυναίκα που βλέπω στο πάρκο, έτσι αλλοπρόσαλα που κάθεται στο παγκάκι αφιερωμένο στον νεκρό της. Στην πόλη σκαρφαλώνω στα δέντρα και κλέβω μήλα όπως μου έμαθε μια μέρα -ποιός; Δε σε θυμάμαι. Δε θέλω. Εσένα που ήθελες να βάζεις βόμβες και να τις ακούς να σκάνε. Και τώρα κοίτα, τέρατα σχήματα ερωτηματικά βγαίνουν στην τηλεόραση κι όλοι φοβούνται τις προσευχές στο τραίνο.
Είναι απλούστευση η εμμονή μου η απλά τετριμμένη αδυναμία; Δε θα μάθω, και για χρόνια θα με τυραννάει η Πηνελόπη με το γαμημένο της τον αργαλειό. Είναι εμπεριστατωμένο, είδα και ειδικό, με γυαλιά και μισητό στόμα και μάτια σα χωρίς βλέφαρα. Συνήλθα όμως στη σιωπή του ποταμού με την ομίχλη και το φεγγάρι, και το μικρό νευριασμένο ποιητή να προσπαθεί να με κεντρίσει χωρίς να έχει καταλάβει ότι εγώ ξέφυγα με σημάδια από τα βράχια και γι'αυτό. Λάμπει το μίσος μου.
Χθες και μήνες πριν με ξεσήκωσε μια προτροπή κι ένας ήχος που δεν ήξερα. Πρώτα οι σειρήνες από τα περιπολικά και μετά τα βότσαλα που χλιμιντρίζουν στις ακτές. Όπου κι αν πάω με βλέπει η θάλασσα να χάνομαι και να σε βρίσκω. Πάλι εσύ. Τα γράφω αυτά και σταματώ εκεί που δεν πρέπει. Εγώ είμαι κι εσύ είσαι. Ένα πρωί στη νότια Κρήτη σηκώθηκα στην άμμο, φίλησα τον κέδρο και έφαγα μέλι με ταχίνι και καρύδια με φίλους απ'το βορρά. Θα σε πάω εκεί κι ας μην αναγνωρίζω ότι κρατάω τους χάρτες ενός άλλου τόπου πιο μακριά από μας. Είναι τάμα στην κουρασμένη μου ελπίδα, την αγία των τάφων στις σπηλιές. Θα δροσιστούμε για να ξεχάσουμε τι βρίσκεται πίσω απ'τον ορίζοντα κι ας μυρίζει η άμμος πνιγμό. Μα θα σε πάω, μέσα απ'τα βουνά και τα φαράγγια.
Στάσου μικρέ αποστάτη, ποιόν αποφάσισες απόψε να θυμηθείς και ποιά χέρια κρατάς; Αφού εσύ δεν έχεις ιδέα πως να πολεμάς μα μόνο με τις λέξεις. Μπορείς να πεις 'ριζικό' στη γλώσσα σου; Ξέρεις, σε ένα ποτήρι χωράνε τα ψέμματα κύματα χείμαροι που τρέχουν στο μυαλό. Κι αν φταίμε σήμερα, αύριο πώς θα μιλήσουμε;
Βδέλες και οι φωτογραφίες που πολλαπλασιάζονται στον τοίχο τυχαία. Εκθέτω τα βράδυα και τις Κυριακές. Στάμπα στο μπράτσο ήταν με σύμβολα και αριθμούς στους ασπρόμαυρους εφιάλτες. Το είδα στο πρόσωπό του γερασμένο και θαρραλέο κι όχι σαν το δικό μου. Σε λίγο. Θα περάσει η ώρα απαρατήρητη στάλα, άτσαλα. Καραδοκούν τα βήματα στους δρόμους, γκρι χαράματα κι η βροχή μάνα χωρίς παιδιά. Την κλέβει λέει ο θεός ασταμάτητα. Κι έτσι πέφτει πάνω μου λυσσασμένη, να μου θυμήσει ό,τι δεν ξεχνάει εκείνη.
Αλλά εσύ είσαι ακόμα εδώ, και κάπως νομίζω περιμένεις. Και η μουσική που στριφογυρίζει μαύρος κύκλος γίνεται ασπίδα από χαλκό κι ασήμι χάρισμα. Και πολύτιμη πέτρα στη μέση, πράσινη κέλτικη. "Έρχονται, τ'ακούς;" σα να λες. Κι εγώ βάζω ψωμί, νερό και σπίρτα σε μια τσάντα και περιμένω να φύγουμε. "Έλα να περπατήσουμε παντού" θέλω να πω. Κι ας βρούμε τα ίδια πρόσωπα, δικά μας κι άλλων. Γύρω απ'τη φωτιά καθισμένες είναι οι σκιές μας. Λένε θα χαράξουν τις προτάσεις τις μετέωρες στις πέτρες.
Monday, August 21, 2006
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
Ζηλευώ τον τρόπο που συνδέεις τις λέξεις με τις πρωτότυπες εικόνες σου! :-)
Τώρα εγώ μόνο ευχαριστώ μπορώ να πω, έτσι; :-)
Post a Comment