Thursday, May 25, 2006

Οι φωνές των περαστικών

Δεν ταλαιπωρήθηκα ποτέ. Έχω δύο πόδια, δύο χέρια, δύο μάτια. Όλα σωστά μετρημένα όταν πάω στο γιατρό. Ούτε καν μυωπία δεν έχω.
Δεν ταλαιπωρήθηκα ποτέ. Είχα πάντα να φάω και να πιώ. Είχα πάντα ένα καθαρό κρεβάτι, και πυτζάμες άνετες και παντοφλάκια. Κανένα παιδί δε με κορόιδεψε ποτέ για τα φτηνά ρούχα μου και δεν χρειάστηκε ποτέ να φορέσω SPIKE αντί για NIKE. Παιχνίδια δεν έιχα πολλά, αλλά είχα πάντα αυτά που ήθελα: μια μπάλα, ένα ποδήλατο, αυτοκινητάκια. Νωρίς νωρίς είχα και υπολογιστή. Στην αρχή μια κονσόλα Amstrad και μετά έναν Atari. Μικρός ακόμα είχα μια παιδίκη εγκυκλοπαίδεια. Μου άρεσε κάθε μέρα να σκέφτομαι κι από ένα γράμμα και να διαβάζω όσο περισσότερα μπορούσα που έιχαν σχέση μάυτό. Έτσι το ‘Ν’ έγινε ‘Ναβουχοδωνοσορ’, το ‘Ε’ έγινε Ελσίνκι και το ‘Π’ ‘Παλαιοληθικός’. Δε με ταλαιπώρησε ποτέ η αλφαβήτα.
Στο σπίτι μου πάντα μπορούσα να κρυφτώ και να ακούω τους φανταστικούς φίλους μου να μαλώνουν μεταξύ τους. Όλοι οι φίλοι του μυαλού μου μιλούσαν μόνο ο ένας στον άλλο. Εγώ απλά τους άκουγα κι έτσι δε χρειάστηκε ποτέ να πάω στο θέατρο για να νιώσω το δράμα κάποιου ο οποίος δεν υπάρχει.
Στο σπίτι μου ερχόταν διακοπές η γιαγιά μου, και της άρεσε να λέει ιστορίες, ειδικά όταν είχε πιεί λίγο μπράντυ και παίζαμε μπυρίμπα. Θυμόταν τα νιάτα της στην Ινδία, να πίνει να καπνίζει και να παίζει χαρτιά με τους στρατιώτες του παππού μου. Λοχαγός ο παππούς, μάγκικα να έχει η γιαγιά το τσιγάρο στο στόμα. Όλοι τη βαριόντουσαν όταν μιλούσε για την ‘old country’, την έκοβαν στη μέση, ‘χίλιες φορές τα έχουμε ακούσει’ έλεγαν. Εγώ όποτε την άκουγα φανταζόμουν και κάτι διαφορετικό. Τη μία την έβλεπα να φοράει παλτό κι ένα καπέλο αλά Βέρα Λύν και να γελάει σε ένα δωμάτιο με λάμπα πάνω από το τραπέζι και καπνό παντού. Την άλλη ήταν στο μπαλκόνι της να παλεύει με τη ζέστη των μουσώνων περιτριγυρισμένη από μπανανιές και δέντρα μάγκο και απέναντι τίγρεις, κόμπρες και ό,τι άλλο μπορούσα να συνδέσω με την Ινδία. Η γιαγιά μου ήταν το πρώτο μυθιστόρημα που δε διάβασα.
Στο σπίτι μου ο πατέρας μου έρχοταν νωρίς το πρωί πτώμα μετά τη δουλεία της νύχτας. Η μητέρα μου ερχόταν τα σαββατοκύριακα ξεθεωμένη μετά από μία εβδομάδα συνεχούς δουλείας. Ο αδελφός μου ερχόταν το βράδυ μετά από φροντιστήρια και παρέα με τους φίλους του. Έτσι έκανα πάντα ό,τι ήθελα μετά το σχολείο. Έκανα βόλτες στην πόλη, έπαιζα κρυφτό με τα παιδιά της γειτονιάς, πήγαινα για εξερευνήσεις με το ποδήλατο με τους φίλους μου. Κι όταν βαριόμουν υπήρχε πάντα η τηλεόραση. Μετά που τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα οικονομικά είχα και δική μου τηλεόραση. Και τώρα το σπίτι μου έχει μία σε κάθε δωμάτιο.
Δεν ταλαιπωρήθηκα ποτέ. Είχα πάντα ό,τι ήθελα. Τί κι αν έφτιαχνα μόνος μου φαγητό στα οχτώ επειδή όλοι έλειπαν; Τί κι αν οι γονείς του φίλου μου του Παναγιώτη χώρισαν απότομα και τον είδα να κλαίει μικρός; Τί κι αν στο δημοτικό είχαν δείρει το Θανάση γιατί έπαιζε με τα κορίτσια; Τί κι αν είχαν κλείσει τον παππού του Μανώλη στο τρελοκομείο στη Σούδα το ’69 γιατί ήταν αριστερός; Τί κι αν ο κύριος Γιώργος ο περιπτεράς σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό έχοντας πιεί τ’άντερα του επειδή χρωστούσε εκατομμύρια στην τράπεζα; Τί κι αν ο γιός της κύρα-Βαγγελιώς την έβαλε σε ίδρυμα πούλησε το σπίτι της και το χτήμα της στον κάμπο κι έφτιαξε ξενοδοχείο; Τί κι αν η Νομαρχία έκοψε όλα τα δέντρα κι έδινε άδειες μόνο για πολυκατοικίες; Τί κι αν κάθε καλοκαίρι στην παραλία κάποιος τουρίστας παραπονιόταν για το πλαστικό;
Τί κι αν δεν μίλησα ποτέ για τον πρώτο μου έρωτα γιατί τον έλεγαν Κώστα, Θοδωρή, Νίκο, Αντρέα, Περικλή, Κάρολο ή Σεβαστιανό; Τί κι αν δεν έχω κανένα τείχος Βερολίνου, καμμία στρατιωτική εισβολή, καμμία πολιτική ταυτότητα, κανένα λόγο να περπατήσω χιλιόμετρα μέχρι το κοντινότερο πηγάδι, καμμία νίκη και καμμία ήττα, καμμία Μέδουσα και κανένα Χρυσόμαλλο Δέρας; Τί κι αν τώρα δεν έχω να γράψω και να πώ τίποτα ουσιώδες; Όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Αφού εγώ δεν ταλαιπωρήθηκα ποτέ και είχα πάντα τηλεόραση και παντοφλάκια.

No comments: